Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Pascal Bruckner: Ο παραπλανητικός λόγος περί «Ισλαμοφοβίας»





Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του «Η Τυραννία της Μεταμέλειας», (2006),ένα δοκίμιο στον δυτικό μαζοχισμό.
Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό βιβλίο ο Γάλλος μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, γνωστός για τα «Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα», μιλάει έξω από τα δόντια για την ιδεολογική αυτοκτονία της Δύσης, η οποία παραδίδεται στην εαυτοφοβία, στην άκριτη αποδοχή του τριτοκοσμισμού και του ισλαμισμού λόγω της έλλειψης πίστης στον εαυτό της, στην ιστορία και στον πολιτισμό της και λόγω του ιδεολογήματος της μαξιμαλιστικής πολυπολιτισμικότηταςΤο καινούργιο φάντασμα που απλώθηκε πάνω απ’την Ευρώπη, κατά τον Μπρυκνέρ είναι το φάντασμα της απόλυτης ενοχής.
Επικριτικός στον πολυπολιτισμό αλλά και στις θρησκείες, οΜπρυκνέρ, υπερασπίζεται το δικαίωμα «να απεχθανόμαστε τις θρησκείες στο σύνολό τους, να τις κρίνουμε ως ψευδολόγες, οπισθοδρομικές, αποβλακωτικές». Ενώ όμως μπορούμε να γελοιοποιούμε καθημερινά τις θρησκείες και ιδιαίτερα τον χριστιανισμό, φτάνοντας ακόμα και στα όρια της αισχρότητας, «δεν πρέπει ποτέ μα ποτέ να γελάσουμε με το Ισλάμ, αλλιώς θα μας κατηγορήσουν για ρατσισμό».
Η γνώμη μου όμως είναι ότι : Ο εξευτελισμός, η περιΰβριση και η χυδαιοποίηση (οποιωνδήποτε) θρησκευτικών συμβόλων και προσώπων - πολλές φορές με τον πιο αισχρό και αηδιαστικό τρόπο - δεν είναι δείγμα «πολιτισμού». Αλλά βαρβαρότητας και ξεπεσμού. Αυτή δε η όψιμη μανία αποχριστιανοποίησης, αποϊεροποίησης και ισοπέδωσης των πάντων στις δυτικές κοινωνίες (και στην δική μας) είναι μία ασθένεια της Ευρώπης (που προφανώς, εντάσσεται σε αυτήν την έξαρση εαυτοφοβίας που αναφέρει ο συγγραφέας) και αφήνει άθελά της (;) ένα κενό (πολιτιστικό – θρησκευτικό – ταυτότητας) που έρχεται να καλύψει με ορμή το Ισλάμ.

Για να προλάβουν την οποιαδήποτε επίκριση, οι φονταμενταλιστές κατασκεύασαν μες στα χρόνια του 70 τον όρο «ισλαμοφοβία», ως κάτι αντίστοιχο με τον όροξενοφοβία: αυτή η σημειολογική ασπίδα χρησιμοποιήθηκε καταρχάς εναντίον της Αμερικανίδας φεμινίστριας Κέιτ Μίλλετ, η οποία θεωρήθηκε ένοχη επειδή κάλεσε τις Ιρανές να πετάξουν τα τσαντόρ τους, και κατόπιν εναντίον του Αγγλο-Ινδού συγγραφέα Σαλμάν Ρούσντι, στα χρόνια του 90, όταν δημοσιεύτηκαν οι ‘Σατανικοί Στίχοι’ του. Η επινόηση αυτή είναι πολύ πονηρή γιατί καθιστά το Ισλάμ απρόσβλητοκάτι που έτσι και το αγγίξεις χαρακτηρίζεσαι «ρατσιστής».
Θρεμμένοι εδώ και μισό αιώνα με τον σεβασμό της διαφορετικότητας, καλούμαστε να μην αξιολογούμε μια ξένη θρησκεία με τα δυτικά μας κριτήρια. Ο πολιτισμικός σχετικισμός μας, μας επιβάλλει να δούμε τις αξίες μας σαν απλές προκαταλήψεις, σαν δοξασίες μιας ιδιαίτερης φυλής που αποκαλείται Δύση. Έτσι η πίστη του προφήτη τυλίγεται μες στον μανδύα του απόκληρου για να αποφύγει και την παραμικρή επίθεση. Δείχνει να ξεχνάει την απίστευτη βιαιότητα του αντικληρικαλιστικού αγώνα στη Γαλλία και στην Ευρώπη, που πολύ συχνά άγγιξε τα όρια τηςβαρβαρότητας: εκκλησίες, ναοί και μοναστήρια κάηκαν ή ισοπεδώθηκαν, λατρευτικά αντικείμενα λεηλατήθηκαν ή εξευτελίστηκαν, εκκλησιαστικά αγαθά κατασχέθηκαν, ιερείς και επίσκοποι κρεμάστηκαν, αποκεφαλίστηκαν, καλόγριες βιάστηκαν. Η θηριωδία αυτών των αντιδράσεων υπήρξε κατ’ εικόνα και ομοίωση της θηριωδίας που άσκησαν για τόσους αιώνες οι Εκκλησίες σε βάρος των πληθυσμών που ήταν υποτελείς τους.

Ήταν μια μάχη άμεσου σεκταρισμού τόσο από τη μια όσο και από την άλλη πλευρά, αλλά μια μάχη που μας απελευθέρωσε από την κηδεμονία του κλήρου και εξανάγκασε τη Ρώμη και τους διάφορους προτεσταντισμούς σε συγκλονιστικέςαναθεωρήσεις σχετικά με τη φιλοδοξία τους να κάνουν την κοινωνική τάξη πραγμάτων, να κυβερνούν συνειδήσεις και ψυχές. Στη Γαλλία, πατρίδα της αντικληρικαλιστικής παράδοσης, μπορούμε να γελοιοποιούμε καθημερινά τον ιουδαιο-χριστιανισμό, να κοροϊδεύουμε τον Πάπα, τον Δαλάι Λάμα, να αναπαριστούμε τον Ιησού και τους προφήτες σε όλες τις στάσεις ακόμα και στις πιο αισχρές, αλλά δεν πρέπει ποτέ μα ποτέ να γελάσουμε με το Ισλάμ, αλλιώς θα μας κατηγορήσουν για ρατσισμό. Γιατί δηλαδή μια θρησκεία, και μονάχα αυτή, να γλιτώνει από τη διακωμώδηση και την ειρωνεία που αποτελούν τον κανόνα για τις άλλες; Ας προσθέσουμε πως οι εβραϊκοί και οι χριστιανικοί φονταμενταλισμοί είναι το ίδιο γκροτέσκοι και πως βλέπουμε με ανησυχία τη σημερινή ρεπουμπλικανική κυβέρνηση των ΗΠΑ (σχ. ΚΟ: εννοεί επί Μπους) να φλερτάρει με την πιο σκοταδιστική και πιο καλά οργανωμένη θρησκευτική δεξιά. Αλλά εκτός από το ότι δεν ρίχνουν βόμβες στις τέσσερις γωνίες του πλανήτη, αυτοί οι φονταμενταλιστές παραμένουν μειονότητες μες στους κόλπους των θρησκειών τους, κάτω από τον έλεγχο των φιλελεύθερων ή των συντηρητικών.
Όταν μιλάμε περί ισλαμοφοβίας, συντηρούμε την πιο χονδροειδή σύγχυση ανάμεσα σε μια θρησκεία, το σύστημα μιας ιδιαίτερης πίστης, και στους πιστούς που πρόσκεινται σε αυτήν. Δηλαδή, όταν κάποιος επιτίθεται κατά του Ισλάμ, επιτίθεται κατά των μουσουλμάνων, κι όταν επιτίθεται κατά του Χριστιανισμού επιτίθεται κατά των χριστιανών. Όμως το να αμφισβητείς μια δοξασία, να απορρίπτεις ιδέες που τις θεωρείς εσφαλμένες ή επικίνδυνες, αποτελεί την ίδια τη βάση της πνευματικής ζωής. Πρέπει δηλαδή, με το ίδιο σκεπτικό, να μιλάμε περί αντικαπιταλιστικού, αντιφιλελεύθερου, αντισοσιαλιστικού, αντιμαρξιστικού ρατσισμού; Ή μήπως πρέπει να κάνουμε λόγο κι εγώ δεν ξέρω για ποια «χριστιανοφοβία»; Μέχρις αποδείξεως του εναντίου, έχουμε το απαράγραπτο δικαίωμα να απεχθανόμαστε τις θρησκείες στο σύνολό τους, να τις κρίνουμε ως ψευδολόγες, οπισθοδρομικές, αποβλακωτικές. Ή μήπως θα πρέπει να καθιερώσουμε το αμάρτημα της βλασφημίας καθώς το απαίτησε η Οργάνωση του Ισλαμικού Συνεδρίου τον χειμώνα του 2006, όταν υπέβαλε στον ΟΗΕ αίτημα να απαγορευτεί η δυσφήμηση των προφητών και να επιβληθούν αυστηρά όρια στην ελευθερία της έκφρασης στον τομέα των θρησκευτικών συμβόλων; (Σήμερα, στην Ευρώπη, το έργο του Βολταίρου, «Μωάμεθ ο Προφήτης», μια άγρια επίθεση εναντίον της υποκρισίας και του φανατισμού, γραμμένο το 1741, δεν μπορεί πια, λόγω των ισλαμιστών λογοκριτών, να ανέβει στη σκηνή δίχως αστυνομική προστασία).
Η επινόηση της ισλαμοφοβίας εξυπηρετεί ποικίλους σκοπούς: αρνείται, μόνο και μόνο για να τη νομιμοποιήσει καλύτερα, την πραγματικότητα μιας ισλαμικής επιθετικότητας στην Ευρώπη, αλλά κυρίως επιδιώκει να επιβάλει τη σιωπή στους μουσουλμάνους που τολμούν να κριτικάρουν τη θρησκεία τους, καταγγέλλουν τον φονταμενταλισμό, απαιτούν τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού κώδικα, την ισότητα των φύλων, το δικαίωμα στην αποστασία. Πρέπει, λοιπόν, να στιγματίζουμε εκείνες τις κοπέλες που θέλουν να απαλλαγούν από τη μαντίλα και να περπατούν δίχως ντροπή, με ξέσκεπο κεφάλι, στον δρόμο, να κατακεραυνώνουμε εκείνους τους Γάλλους, τους Γερμανούς, τους Άγγλους τους καταγόμενους από το Μαγκρέμπ, την Τουρκία, την Αφρική, που διεκδικούν καταρχάς το δικαίωμα στη θρησκευτική αδιαφορία, το δικαίωμα να μην πιστεύουν στον Θεό και δεν νιώθουν αυτομάτως μουσουλμάνοι μόνο και μόνο επειδή η καταγωγή τους είναι από Μαρόκο, την Αλγερία, το Μάλι ή το Πακιστάν. Πρέπει δηλαδή να καταγγείλουμε αυτούς τους επίορκους, αυτούς τους άνομους στους ομοθρήσκους τους, να τους δείξουμε με το δάχτυλο, να τους κάνουμε να σωπάσουν, να τους χαρακτηρίσουμε διαποτισμένους από την αποικιοκρατική ιδεολογία για να μπλοκάρουμε την οποιαδήποτε αλλαγή στη γη του Ισλάμ, με τις ευλογίες των «ειδικών» που είναι δεόντως διαπιστευμένοι στα μίντια και τις δημόσιες αρχές.
Παρακολουθούμε πραγματικά την πλανητική κατασκευή ενός καινούριου εγκλήματος γνώμης, ανάλογου με αυτό που επινόησαν κάποτε στη Σοβιετική Ένωση εναντίον των εχθρών του λαού. Επιδιώκουν να εξουδετερώσουν τον τοπικό μεταρρυθμιστή που θέλει να «λαϊκοποιήσει» τη δικαιοσύνη και την παιδεία, αλλά και να κλείσουν το στόμα στους αντιφρονούντες, να μεταθέσουν το θέμα από το διανοητικό ή θεολογικό πεδίο στο ποινικό, έτσι που η οποιαδήποτε αντίρρηση, κοροϊδία ή αμφισβήτηση να υπόκειται σε δικαστική δίωξη.
Κοντολογίς, συγχέουν τον αντιμουσουλμανικό ρατσισμό -, όπως είναι, για παράδειγμα, οι επιθέσεις κατά των χώρων λατρείας -, που πράγματι ανήκει στη δικαστική δικαιοδοσία, με την ελεύθερη εξέταση του θρησκεύματος. Ενώ οι φυλετικές διακρίσεις έχουν ως αντικείμενο τα άτομα που αντιμετωπίζονται ως ένοχα επειδή είναι αυτό που είναι, Μαύροι, Άραβες, Εβραίοι, Κίτρινοι, Λευκοί, ο κριτικός λόγος έχει ως αντικείμενο τα άρθρα της πίστης, τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες, τα αμφισβητούμενα σημεία που επιδέχονται μονίμως ερμηνείες και αλλαγές μια και τα ίδια είναι προϊόντα μιας συγκεκριμένης ιστορίας.
...........
Αυτό που αποκαλούμε πομπώδικα «αραβο-μουσουλμανική ταπείνωση», ίσως δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αλλεργία στη διαφορετικότητα, η απογοητευτική διαπίστωση πως ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου δεν ακολουθεί τα διδάγματα του Προφήτη, δεν δίνει δεκάρα γι’ αυτά, και συνεπώς πρέπει να τιμωρηθεί. Μπορούμε να κατανοήσουμε την ενόχληση ενός ευσεβούς μουσουλμάνου (ή ενός ευσεβούς χριστιανού) μέσα σε ένα περιβάλλον δίχως ευσέβεια, τη δυσφορία του μπροστά σε αφίσες που προσβάλλουν την αιδώ, μπροστά σε ήθη που έρχονται κόντρα με τις προκαταλήψεις του, μπροστά σε μια ελευθερία τόνου, συμπεριφοράς, λόγου που απέχει πολύ από τα δόγματα του μοναδικού Βιβλίου. Για όποιον αυτοθεωρείται ο μόνος θεματοφύλακας της Αλήθειας, αυτά τα έθιμα, αυτά τα πιστεύω αποτελούν μια προσβολή για τον Θεό. Εντούτοις καλύτερα να εσωτερικοποιείς την Αλήθεια και να προσβάλλεις τον Θεό, παρά να σφαγιάζεις ανθρώπους ή να τους κατηχείς με τη βία. Μπορούμε να κρίνουμε τον δυτικό τρόπο ζωής άσεμνο, να τον αποδοκιμάζουμε, να τον χλευάζουμε, να απορρίπτουμε. Όμως έτσι όπως είναι, μες στην ατέλειά του είναι αδιαπραγμάτευτος και δείχνει προτιμότερος όπως είναι τώρα παρά όπως ήταν παλιά. Δεν πρόκειται να κλείσουμε τις γυναίκες μες στο σπίτι, να καλύψουμε τα κεφάλια τους, να μακρύνουμε τις φούστες τους, να μαντρώσουμε τους ομοφυλόφιλους, να απαγορεύσουμε το αλκοόλ, να περιορίσουμε την ελευθερία της έκφρασης, να λογοκρίνουμε τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη λογοτεχνία, να κωδικοποιήσουμε την ανεκτικότητα για να μην πληγώσουμε τα άτεγκτα ήθη τέτοιων θρησκόληπτων. Ποτέ άλλοτε η ρήση του Βολταίρου: «Ας συντρίψουμε το όνειδος» (δηλαδή τον φανατισμό και τη δεισιδαιμονία) δεν ήταν τόσο επίκαιρη. Το Ισλάμ αποτελεί τμήμα του γαλλικού και ευρωπαϊκού τοπίου κι ως εκ τούτου έχει το δικαίωμα στην ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας, δικαίωμα να διαθέτει τους αρμόζοντες χώρους προσευχής και να χαίρει σεβασμού.Με την προϋπόθεση πως και αυτό σέβεται τους δημοκρατικούς και κοσμικούς κανόνες, δεν απαιτεί να είναι κράτος εν κράτει, ιδιαίτερα δικαιώματα, απαγόρευση της πισίνας και της γυμναστικής για τις γυναίκες, ξεχωριστή εκπαίδευση, ποικίλα προνόμια και εύνοιες. Το καλύτερο που μπορούμε να του ευχηθούμε, προς το συμφέρον όλων μας, δεν είναι η «φοβία» ή η φιλία αλλά η καλοσυνάτη αδιαφορία σε μια αγορά πνευματικότητας, ανοιχτή σε όλες τις θρησκευτικές δοξασίες. Μακάριοι οι σκεπτικιστές, οι άπιστοι, όταν ψυχραίνουν τη δολοφονική θέρμη της πίστης!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.