Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Η Άδικη Εμμονή του Νέου Βαθμολογίου



Γράφει για την "Παρἐμβαση"
ο Γιώργος Γιούλος
Στο Υπουργικό Συμβούλιο της 29ης Σεπτεμβρίου 2011 συζητήθηκε, ανάμεσα σε άλλα θέματα και μαζί με το μισθολόγιο, και το ζήτημα του βαθμολογίου του δημόσιου τομέα. Πολλά είναι τα σημεία για τα οποία μπορούν να διατυπωθούν τεχνικές αλλά και ουσιαστικές ενστάσεις, εδώ όμως θα σχολιάσουμε μια μόνο πτυχή του «βαθμολογίου» αυτή που καθορίζει το ποσοστό των υπαλλήλων που μπορούν να προαχθούν από βαθμό σε βαθμό, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια άδικη εμμονή.
Σύμφωνα λοιπόν με όσα ανακοινώθηκαν, οι προαγωγές από βαθμό σε βαθμό, για όλες τις κατηγορίες προσωπικού, θα γίνονται με βάση ποσόστωση επί των κάθε φορά κρινόμενων, ως εξής:
- Από το Βαθμό ΣΤ στο Βαθμό Ε: μέχρι και 100% των κρινόμενων υπαλλήλων,
- Από το Βαθμό Ε στο Βαθμό Δ: μέχρι και 90% των κρινόμενων υπαλλήλων,
- Από το Βαθμό Δ στο Βαθμό Γ: μέχρι και 80% των κρινόμενων υπαλλήλων,
- Από το Βαθμό Γ στο Βαθμό Β: μέχρι και 60% των κρινόμενων υπαλλήλων.
- Από το Βαθμό Β στο Βαθμό Α: μέχρι και 20% των κρινόμενων υπαλλήλων.

Η πρώτη παρατήρηση σχετίζεται με την εμμονή και αφορά τα ίδια τα ποσοστά. Γιατί άραγε επιλέχθηκε αυτό το ποσοστό στην κάθε επιμέρους περίπτωση και όχι κάποιο άλλο; Κανείς δεν ξέρει. Είναι μια επιλογή που δεν μπορεί ούτε να εξηγηθεί ούτε να ερμηνευτεί με κάποιο ορθολογικό τρόπο. Στην ουσία αποτυπώνεται η επιθυμία αυτών που συμμετείχαν στην διαμόρφωση της συζήτησης να μειώνουν με συγκεκριμένη ποσόστωση τον αριθμό όσων πλησιάζουν στην περιοχή των προϊσταμένων τμημάτων και διευθύνσεων χωρίς κανένα πρακτικό ή λειτουργικό λόγο. Πρόκειται για μια ψυχολογικού τύπου εμμονή που στη βάση της έχει την παραδοχή ότι αποκλείεται, από τους εκατό υπαλλήλους Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης που έχει μια υπηρεσία, να είναι περισσότεροι από είκοσι κατάλληλοι για τον βαθμό Α.
Η δεύτερη παρατήρηση σχετίζεται με το δίκαιο της ρύθμισης και αφορά την εφαρμογή της. Ξεκινάμε από την παραδοχή ότι οι κρίσεις γίνονται με άριστο τρόπο και με αντικειμενικά, καθολικά αποδεκτά κριτήρια. Στην υποθετική περίπτωση σαράντα ισάξιων και ικανών υποψηφίων μιας υπηρεσίας για προαγωγή από το βαθμό Β στο βαθμό Α μόνο οι οκτώ τελικά θα προαχθούν στο βαθμό Α, εξαιτίας και μόνο του περιορισμού που θέτει η ποσόστωση. Οι υπόλοιποι 32 θα αδικηθούν. Αν σε ένα δεύτερο υποθετικό σενάριο, από τους 40 υποψήφιους οι ισάξιοι και ικανοί είναι 10, πάλι δύο από αυτούς θα αδικηθούν. Η αδικία εκτείνεται τόσο στην αμοιβή όσο και στην καριέρα δηλαδή στη δυνατότητα προαγωγής του υπαλλήλου σε θέση προϊσταμένου.
Ακολουθώντας την ίδια λογική και κάνοντας τους υπολογισμούς για κάθε περίπτωση θα διαπιστώσει κανείς ότι μόνο στην οριακή και πολύ απίθανη να εντοπιστεί στην πραγματικότητα περίπτωση των οκτώ μόνο ικανών υποψηφίων, η χρήση της συγκεκριμένης ρύθμισης θα έχει και πραγματικό και δίκαιο περιεχόμενο. Σε κάθε άλλη περίπτωση η κρίση θα δημιουργεί αδικία. Η ποσόστωση λοιπόν λειτουργεί σαν το χαλασμένο ρολόι: τυχαία, δύο φορές τη μέρα δείχνει τη σωστή ώρα αλλά όλες τις υπόλοιπες δείχνει λάθος.
Η αδικία κατά την εφαρμογή μιας διαδικασίας αποκαλύπτει την παθογένεια ενός συστήματος και την ποιότητα των ανθρώπων που στηρίζουν αυτήν την παθογένεια. Η αδικία όμως ως συκροτησιακό στοιχείο μιας ρύθμισης είναι έγκλημα κατά των αξιών της κοινωνίας και των πολιτών στους οποίους απευθύνεται.
Η λύση είναι πολύ απλή: στην περίπτωση που κάποιος κριθεί ανεπαρκής να μην προάγεται στον επόμενο βαθμό.
Η «πυραμίδα» των θέσεων προισταμένων τμήματος και διεύθυνσης είναι υπεραρκετή για το φιλτράρισμα των «ικανότερων».
Η εφαρμογή ρυθμίσεων, όπως αυτή της ποσόστωσης δεν έχει να προσθέσει τίποτα θετικό στην δομή, τη διάρθρωση και τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών. Εκτός από κατάφωρη αδικία θα προσθέσει και το τεράστιο κόστος των εργατοωρών που θα ξοδεύουν οι υπηρεσίες για να διενεργούν αυτή τη διαδικασία και το οποίο τελικά θα επιβαρύνει τους φορολογούμενους. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.