Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Δημοκρατία και Οικονομική κρίση


athenapost.blogspot.com

Το Inprecor αναδημοσιεύει απόσπασμα από Εισήγηση στο Σεμινάριο «Κράτος και δίκαιο στον 21ο αιώνα», 2 Μαρτίου 2011,  (ηλεκτρονική διεύθυνση www.kratoskaidikaio.blogspot.com), την οποία υπογράφει ο κ. Δημήτρης Καλτσώνης. Οι υπογραμμίσεις είναι του Inprecor.
Σήμερα, εν μέσω της οικονομικής κρίσης, πολλοί είναι εκείνοι που κάνουν λόγο για ολοκλήρωση του κύκλου της μεταπολίτευσης και για ανάγκη μιας νέας μεταπολίτευσης. Οι απόψεις αυτές υποστηρίζουν την αναθεώρηση του Συντάγματος και την αναμόρφωση του πολιτικού και κομματικού συστήματος. Είναι παραπάνω από φανερό ότι απαιτούνται δραστικές αλλαγές. Προς ποια όμως κατεύθυνση πρέπει να γίνουν αυτές;
Σε τέτοιες ιδίως περιπτώσεις δυο δρόμοι ανοίγονται ενώπιον κάθε λαού σε ό,τι αφορά τους συνταγματικούς και πολιτικούς θεσμούς: ή θα συρρικνωθεί η δημοκρατία παραπέρα προκειμένου να ληφθούν χωρίς πολλές αντιδράσεις τα σκληρά οικονομικά μέτρα που μεταφέρουν το βάρος της κρίσης στους κοινωνικά αδύναμους ή θα διευρυνθεί και ουσιαστικοποιηθεί η δημοκρατία έτσι ώστε ο λαός να γίνει πραγματικά εκείνος που αποφασίζει για το τι είδους οικονομικές πολιτικές πρέπει να ακολουθηθούν.
Ποιο είναι το πρόβλημα της σημερινής δημοκρατίας;
Στις επιστημονικές αλλά και στις τρέχουσες συζητήσεις ολοένα και συχνότερα διαπιστώνεται η προβληματική κατάσταση της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας και αναφύεται το ερώτημα: ποιο είναι το βασικό πρόβλημα;
Η ουσία του προβλήματος συνίσταται στο γεγονός ότι η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί πλάσμα[1]. Η λαϊκή κυριαρχία που επιτάσσει το Σύνταγμα είναι στην πραγματικότητα κυριαρχία μιας οικονομικής ολιγαρχίας επί του λαού. Όπως χαρακτηριστικά εκφραζόταν ο Αλ. Σβώλος, η λαϊκή κυριαρχία αποτελεί «ένα των μύθων του νεωτέρου δημοσίου βίου, απλάς προλήψεις», «πλάσματα χωρίς περιεχόμενον»[2]. Πίσω από την τυπική ισότητα και τη δημοκρατία υπάρχουν σχέσεις ανισότητας, σχέσεις εκμετάλλευσης οι οποίες φαλκιδεύουν τη δημοκρατία, την καθιστούν μορφή κυριαρχίας μιας οικονομικής ολιγαρχίας. Οι σχετικές επισημάνσεις του Αλ. Σβώλου αποκτούν επικαιρότητα: «Όχι μόνον, άλλως τε, δεν υπάρχει Λαός ως «σύνολον» ή «ενότης», αλλά τουναντίον σχηματίζονται και διακρίνονται βαθμηδόν και σαφέστερον μόνον ομάδες, τάξεις και στρώματα κοινωνικά, αντιτεταγμένα προς άλληλα, απορροφώντα εντός εαυτών τα άτομα»[3],[4].
Η ανάγκη σύγκλησης Συντακτικής Συνέλευσης
Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει[5], η λήψη κρίσιμων αποφάσεων που επηρεάζουν δραματικά τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων επιτάσσει την ευρύτερη δυνατή λαϊκή συμμετοχή. Επιβάλλει πραγματική δημοκρατική συζήτηση και, μάλιστα, με όρους, όσο το δυνατό καλύτερους ώστε η συζήτηση να διεξάγεται στο έδαφος των πραγματικών δεδομένων, με ουσιαστική πληροφόρηση και κριτήριο τις ανάγκες της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού. Είναι προφανές, από την τρέχουσα εμπειρία, ότι η χώρα κινείται στον αντίποδα αυτής της λογικής. Η πληροφόρηση του λαού είναι απολύτως ελεγχόμενη και κατευθυνόμενη από ισχυρά οικονομικά συμφέροντα ενώ η δημόσια συζήτηση περιορίζεται ασφυκτικά και είναι απολύτως εκβιαστική. Βάση της όποιας συζήτησης θεωρείται η αποδοχή της αφαίρεσης των λαϊκών κατακτήσεων.
Κατά συνέπεια, η οικονομική κρίση και η υπέρβασή της σε όφελος, και όχι σε βάρος των συμφερόντων, του βιοτικού επιπέδου και των κατακτήσεων της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας θέτει επί τάπητος το θεμελιώδες ερώτημα του δρόμου της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης. Ο λαός πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο των αποφάσεων έτσι ώστε ο ίδιος να αποφασίσει για τα μέτρα εκείνα που χρειάζεται να ληφθούν, για την κατεύθυνση της ανάπτυξης που θα επιλέξει. Αυτό προϋποθέτει ανάπτυξη και εμβάθυνση της δημοκρατίας και των ελευθεριών και όχι το αντίθετο.
Με την έννοια αυτή, αναφύεται η ανάγκη βαθιών πολιτικών και συνταγματικών αλλαγών. Η αναγκαιότητα της Συντακτικής Συνέλευσης προβάλλει κάθε μέρα και πιο έντονα.
Πολλές φορές η ελληνική συνταγματική ιστορία βρέθηκε ενώπιον του διλήμματος: αναθεωρητική ή συντακτική Βουλή; Το ίδιο συνέβη και το 1975. Κάθε φορά επικρατούσαν οι πιο μετριοπαθείς, έως συντηρητικές, επιλογές οι οποίες απέρριπταν την ιδέα της Συντακτικής και περιόριζαν την εμβέλεια του εγχειρήματος στην αναθεώρηση του Συντάγματος με σκοπό να μην ανοίξουν «οι ασκοί του Αιόλου» σε ριζοσπαστικές εξελίξεις.
Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Οι όποιες προτάσεις και σκέψεις έχουν μέχρι σήμερα δημοσιοποιηθεί αφορούν την αναθεώρηση του Συντάγματος. Οι απόψεις αυτές είτε περιορίζουν το εύρος των αλλαγών σε μη θεμελιώδη ζητήματα είτε προτείνουν μεταβολές που θα επιδεινώσουν τα σημερινά προβλήματα, όπως για παράδειγμα την άμεση εκλογή του Πρόεδρου της Δημοκρατίας[6] και τη μετατροπή του πολιτεύματος ουσιαστικά σε προεδρικό ή την ενσωμάτωση στο Σύνταγμα διάταξης που θα ορίζει ένα νεοφιλελεύθερο δημοσιονομικό πλαίσιο κατά το γερμανικό πρότυπο[7]. Αυτό επομένως που χρειάζεται είναι ριζικές αλλαγές και μάλιστα σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που βρισκόταν μέχρι τώρα η συνταγματική πραγματικότητα.
Η σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης στη λογική που σκιαγραφήσαμε μπορεί να γίνει μόνο να συντρέξουν οι κατάλληλες κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις. Αυτό σημαίνει την αφύπνιση του λαού, την ενεργητική του παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις. Η παθητική αναμονή, η λογική της ανάθεσης της επίλυσης των προβλημάτων σε κόμματα και φωτισμένους ηγέτες δεν μπορεί να οδηγήσει στη σύγκληση μιας Συντακτικής Συνέλευσης που θα πραγματοποιήσει τομές.
Υπάρχουν κάποια σύγχρονα τέτοια παραδείγματα. Ανεξάρτητα από την κατάληξη των προσπαθειών αυτών και από το εύρος των αλλαγών που επέφεραν, οι Συντακτικές Συνελεύσεις στη Βενεζουέλα και στη Βολιβία οδήγησαν στην υιοθέτηση νέων Συνταγμάτων, στην ενίσχυση της εθνικής ανεξαρτησίας, στην εθνικοποίηση των βασικών πλουτοπαραγωγικών πηγών και σε κάποια αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε όφελος των πιο αδύναμων και φτωχών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων του πληθυσμού[8].
Τι είδους άμεσες αλλαγές;
Ποιες είναι όμως οι δημοκρατικές αυτές αλλαγές που μπορούν να βοηθήσουν τον ελληνικό λαό να υπερασπίσει το βιοτικό του επίπεδο και τα δικαιώματά του και να μεταβάλλει το συσχετισμό των δυνάμεων; Η συζήτηση που διεξήχθη το 1975, πολλές από τις τροπολογίες που κατατέθηκαν,  προσφέρουν πολλές χρήσιμες ιδέες.
Χρειάζεται, κατά τη γνώμη μου, μια δέσμη αλλαγών που θα κινούνται σε τρεις κατευθύνσεις: α. αναβάθμιση της Βουλής ώστε να αποδυναμωθεί η παντοδύναμη εκτελεστική εξουσία, στη λογική της κυβερνώσας Βουλής, β. μεγιστοποίηση του ελέγχου που ασκεί ο λαός στους αντιπροσώπους του και ειδικά στη Βουλή, γ. επέκταση των λαϊκών ελευθεριών ώστε να διευρυνθεί το πεδίο της αυτόνομης λαϊκής δράσης και παρέμβασης.
Ενδεικτικά τέτοιες αλλαγές θα μπορούσαν να είναι οι παρακάτω. Ειδικότερα σε σχέση με το σημείο α:
  1. Με βάση τις σύγχρονες εξελίξεις και, ιδίως, τον οικονομικό έλεγχο του ασκούν στη χώρα μας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έχει γίνει πλέον περισσότερο από αναγκαία η επαναρρύθμιση των σχέσεων της Ελλάδας με τέτοιου είδους οργανισμούς. Επείγει η διεκδίκηση της οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας της χώρας[9]. Το ζήτημα αυτό δεν είναι πρώτιστα συνταγματικό – νομικό, είναι όμως και τέτοιο. Βασικό συνταγματικό θεμέλιο αυτής της σχέσης αποτελούν ιδίως τα άρθρα 27, 28 και 80 του Συντάγματος. Η εκχώρηση κυριαρχίας θα  πρέπει να αποκλείεται ρητά από το Σύνταγμα. Οι διεθνείς σχέσεις της χώρας μπορούν να αναπτυχθούν ολόπλευρα και πολύπλευρα σε ισότιμη βάση. Μπορεί επίσης να μην επιτρέπεται συνταγματικά η εγκατάσταση ξένων στρατιωτικών βάσεων και εγκαταστάσεων κατά το πρότυπο του άρθρου 13 του Συντάγματος της Βενεζουέλας[10].
  2. Η επαναρρύθμιση του θεσμού της νομοθετικής εξουσιοδότησης προς την εκτελεστική εξουσία είναι σημαντική. Η συνταγματική ιστορία, ελληνική και διεθνής, παλαιότερη και πιο πρόσφατη, καταδεικνύει ότι ο θεσμός αποτελεί μορφή υφαρπαγής της εξουσίας από την εκάστοτε κυβέρνηση σε βάρος του αντιπροσωπευτικού οργάνου, ακόμη και παραβιάσεων του Συντάγματος και καταχρήσεων[11]. Άρα, οι προϋποθέσεις των νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων πρέπει να γίνουν πολύ αυστηρές ενώ μερικές ακραίες μορφές όπως οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου του άρθρου 44 παρ. 1 θα μπορούσαν ακόμη και να καταργηθούν.
  3. Είναι απαραίτητος ένας ουσιαστικότερος ρόλος των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών με διεύρυνση του ρόλου τους, χωρίς όμως η διεύρυνση του ρόλου αυτού να γίνει σε βάρος του νομοθετικού έργου της Ολομέλειας της Βουλής. Χρειάζεται να εξασφαλιστεί η πλήρης και ουσιαστική ενημέρωση της Βουλής από την εκάστοτε κυβέρνηση για την ασκούμενη πολιτική, ουσιαστικός και διαρκής διακομματικός κοινοβουλευτικός έλεγχος όλων των κρατικών και κυβερνητικών τομέων δραστηριότητας και υπηρεσιών. Παράλληλα, απαιτείται ο περιορισμός της ασυδοσίας της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας στον τρόπο και τις διαδικασίες συζήτησης των νομοσχεδίων (άρθρο 76 του Συντάγματος). Μπορεί, για παράδειγμα, να προβλέπεται αυξημένη πλειοψηφία για να ακολουθηθεί η διαδικασία της συζήτησης ενός νομοσχεδίου ως κατεπείγοντος ή ιδιαίτερης σημασίας ή ως επείγοντος. Η λογική που πρέπει να διέπει τις σχέσεις Βουλής και κυβέρνησης να είναι η ενίσχυση του αντιπροσωπευτικού οργάνου το οποίο πρέπει να συγκεντρώσει τις μέγιστες εξουσίες στη λογική της κυβερνώσας Βουλής.
  4. Χρειάζεται επίσης να ενισχυθεί η νομοθετική πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης. Θα μπορούσε να προβλέπεται η συζήτηση δύο φορές το μήνα των προτάσεων νόμων, καθώς και η δυνατότητα συζήτησής τους σε περισσότερες από μία συνεδριάσεις (άρθρο 74 παρ. 6 του Συντάγματος). Απαιτείται ακόμη η κατάργηση των προβλεπόμενων στο άρθρο 73 παρ. 3 του Συντάγματος περιορισμών που εμποδίζουν τους βουλευτές και τα κόμματα να παίρνουν νομοθετικές πρωτοβουλίες αναφορικά με την πολιτική μισθών ή συντάξεων για το προσωπικό του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α.
  5. Είναι περισσότερο από αναγκαία η κατάργηση της συνταγματικά κατοχυρωμένης επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση. Απαιτείται η εκλογή της να γίνεται από ευρύτερο αντιπροσωπευτικό σώμα στο οποίο να συμμετέχουν εκπρόσωποι των κομμάτων (ανάλογα με τη δύναμή τους), εκπρόσωποι των ενώσεων των δικαστών και λοιπών νομικών επαγγελμάτων αλλά και εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών φορέων των εργαζομένων[12].
Σε σχέση με το σημείο β:
  1. Επιβάλλεται η υιοθέτηση της απλής αναλογικής ως πάγιου και συνταγματικά κατοχυρωμένου εκλογικού συστήματος για κάθε είδους εκλογική διαδικασία[13]. Μόνο έτσι μπορεί να μην αλλοιώνεται η βούληση του εκλογικού σώματος. Είναι εύγλωττη η προσήλωση όλων των κυβερνήσεων[14] (ελληνικών και άλλων) και των συστημικών κομμάτων στην άρνηση της απλής αναλογικής και στην υιοθέτηση εκλογικών συστημάτων που αλλοιώνουν τη βούληση του εκλογικού σώματος[15]. Στην ίδια λογική κινείται εξάλλου και ο νέος εκλογικός νόμος που παρουσίασε η κυβέρνηση που αποτελεί παραλλαγή του γερμανικού εκλογικού συστήματος και, εκτός των άλλων, μετατρέπει μια μειοψηφία του 40,2% σε απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
  2. Θεσμοί όπως η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, το δημοψήφισμα, σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, με πρωτοβουλία των πολιτών[16], το δικαίωμα των μαζικών φορέων των εργαζομένων να υποβάλλουν προτάσεις νόμων[17] μπορούν επίσης να τονώσουν το ενδιαφέρον αλλά και την αποτελεσματικότητα της λαϊκής συμμετοχής.
  3. Χρειάζεται η τροποποίηση του άρθρου 14 του Συντάγματος και της σχετικής νομοθεσίας με τρόπο που να εξασφαλίζει, όσο είναι δυνατό, την ισότιμη μεταχείριση των πολιτικών κομμάτων και των πιο διαφορετικών απόψεων και όχι μόνο στις προεκλογικές περιόδους. Η αντίληψη της αναλογικής ισότητας στην προβολή των θέσεων των κομμάτων η οποία διέπει τη σχετική νομοθεσία είναι άδικη και αντιδημοκρατική. Συμβάλλει στη διαιώνιση της κυριαρχίας των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων.Εκείνο που χρειάζεται πάνω απ’ όλα όμως είναι να κοπεί ο ομφάλιος λώρος που συνδέει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με τα ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα. Η σύνδεση αυτή καθιστά φενάκη κάθε συζήτηση για ελεύθερη διάδοση των ιδεών, πολύπλευρη ενημέρωση και όσο το δυνατό πιο ελεύθερη διαπάλη των ιδεών και των απόψεων. Απαιτείται, αντίθετα, η θέσπιση κανόνων δημοκρατικής διαχείρισης των κρατικών μέσων ενημέρωσης και η σε ισότιμη βάση κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών και συνδικαλιστικών φορέων των εργαζομένων να ιδρύσουν και να διαχειριστούν τα δικά τους μέσα ενημέρωσης. Σαν ένα πρώτο, άμεσο βήμα απαιτείται ο έλεγχος των μέσων ενημέρωσης από επιτροπή που θα απαρτίζεται από εκπροσώπους των κομμάτων και, κυρίως, των συνδικαλιστικών, επιστημονικών και άλλων φορέων όπου η εκάστοτε κυβέρνηση δεν θα έχει την πλειοψηφία.
  4. Παράλληλα απαιτείται η ανάδειξη όλων των οργάνων τοπικής διοίκησης με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, η κατάργηση πρώτα απ’ όλα του ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης».
Σε σχέση με το σημείο γ:
  1. Είναι αναγκαία η κατάργηση όλων εκείνων των συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων που περιορίζουν τις λαϊκές ελευθερίες και, ιδίως, το δικαίωμα στην απεργία, στις συναθροίσεις, στην ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, πρώτιστα στους εργασιακούς χώρους. Πιο συγκεκριμένα απαιτείται η αναμόρφωση της εργατικής νομοθεσίας με στόχο την κατοχύρωση πλήρους συνδικαλιστικής και πολιτικής ελευθερίας για τους εργαζόμενους.
  2. Απαιτείται η αποδέσμευση της χώρας από όλες τις συμφωνίες με τις ΗΠΑ και την ΕΕ που συνθέτουν ένα ευρύ πλέγμα κατασταλτικών μηχανισμών. Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, οι συμφωνίες Σένγκεν, η Europol, οι συμφωνίες έκδοσης και δικαστικής συνδρομής, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, οι διάφορες αντιτρομοκρατικές συμφωνίες κλπ.
  3. Είναι αναγκαίο να υπάρξει ριζικός εκδημοκρατισμός των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, της δημόσιας διοίκησης. Ο εκδημοκρατισμός αυτός δεν μπορεί βέβαια να μεταβάλλει τη φύση των μηχανισμών αυτών. Πρέπει ωστόσο, να κατοχυρωθούν, και συνταγματικά, πλήρεις πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες στο ανωτέρω προσωπικό με την κατάργηση κάθε νομοθετικής διάταξης που θέτει περιορισμούς αλλά και την προσαρμογή των αντίστοιχων συνταγματικών διατάξεων. Είναι ιδιαίτερα αναγκαία η κατάργηση της νομοθεσίας που παρέχει ευχέρεια στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας να στρέφονται εναντίον του λαού και των αγώνων του, να αυθαιρετούν σε βάρος των πολιτών. Τέτοιοι είναι, για παράδειγμα, ο ν. 566/1977 που παρέχει απεριόριστες εξουσίες στις στρατιωτικές αρχές κατά την κήρυξη κατάστασης πολιορκίας, ή το π.δ.141/1991 που δίνει δυνατότητες αυθαιρεσιών κατά τη διάρκεια αστυνομικών ελέγχων[18].
Εκτός των παραπάνω προτάσεων, απαιτείται ένα σύνολο δημοκρατικών αλλαγών που έχουν πιο ριζοσπαστικό χαρακτήρα. Πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι τέτοιες μορφές λαϊκής συμμετοχής προϋποθέτουν ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο λαϊκής αυτοσυνείδησης και ενεργοποίησης.
Για το σκοπό αυτό μπορούν να αξιοποιηθούν εμπειρίες και προτάσεις που έχουν αναπτυχθεί στην Ελλάδα και αλλού. Το σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα Φεραίου περιλάμβανε πληθώρα πρωτοποριακών διατάξεων που παραμένουν και σήμερα ακόμη ριζοσπαστικές, καινοτόμες και, βέβαια, ανεκπλήρωτες[19]Υπάρχει ακόμη η πολύτιμη παρακαταθήκη του κινήματος της Αντίστασης, οι πολιτειακές και συνταγματικές του πρωτοβουλίες. Το Α’ Ψήφισμα του Εθνικού Συμβουλίου στις Κορυσχάδες, πολλές από τις προτάσεις της αντιπολίτευσης που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1975 μπορούν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης και προβληματισμού[20].
Είναι αναγκαία η καθιέρωση θεσμών συνοικιακών συνελεύσεων και εργατικών συνελεύσεων στους χώρους εργασίας με ουσιαστική, αποφασιστική αρμοδιότητα τόσο για τα τοπικά ζητήματα όσο και για τα γενικού ενδιαφέροντος. Χρήσιμη θα ήταν επίσης η θεσμοθέτηση της δυνατότητας ανάκλησης των αντιπροσώπων. Το σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα Φεραίου, για παράδειγμα, προέβλεπε τη λειτουργία τοπικών συνελεύσεων με αρμοδιότητα συζήτησης και έκφρασης γνώμης τόσο επί των σχεδίων νόμων όσο και επί των ψηφισμένων νόμων. Αντίστοιχοι θεσμοί λειτούργησαν στην ελεύθερη Ελλάδα με πρωτοβουλία του ΕΑΜ και του Εθνικού Συμβουλίου[21].
Όλες οι ανωτέρω δημοκρατικές αλλαγές κινούνται στον αντίποδα της κυρίαρχης έως σήμερα τάσης που είναι η αποδυνάμωση των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Η κατάσταση είναι ακόμη πιο δυσμενής για τις μορφές άμεσης λαϊκής δημοκρατικής συμμετοχής μια και έχει εγκαταλειφθεί κάθε μορφή άμεσης δημοκρατίας[22]. Οι δημοκρατικές αυτές αλλαγές δεν μπορούν βέβαια να μεταβάλλουν το ιστορικά διαμορφωμένο πλέγμα οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας[23]. Μπορούν, ωστόσο, να δώσουν τη δυνατότητα στο λαό να αποφασίσει ο ίδιος για το είδος της διεξόδου από την κρίση που επιθυμεί καθώς και για την οδό της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης που ανταποκρίνεται καλύτερα στα συμφέροντα και στα οράματά του. Μόνο έτσι η λαϊκή κυριαρχία μπορεί να πάψει να αποτελεί πλάσμα και να αποκτήσει κυριολεκτική σημασία.

[1] Βλ. Α. Σβώλος, Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, σελ.  83-87.
[2] Βλ. Α. Σβώλος, Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, σελ. 83-84.
[3] Βλ. Α. Σβώλος, Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, σελ. 86.
[4] Χιλιάδες θεσμικά και, ιδίως, εξωθεσμικά νήματα συνδέουν την οικονομική ολιγαρχία με την πολιτική ελίτ που διαχειρίζεται την εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων. Στη βάση αυτών βρίσκεται βέβαια η διαπλοκή οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας, η σύμφυση των κορυφών του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του κράτους. Δεν αναφερόμαστε εδώ μόνο ή κυρίως στις παράνομες τέτοιες συναλλαγές που κατά καιρούς απασχολούν τη δημοσιότητα. Αναφερόμαστε στο γεγονός ότι όλες οι σύγχρονες, αστικές δημοκρατίες χαρακτηρίζονται από αυτή τη σύμφυση. Μια και μόνη ματιά στις επιχειρηματικές δραστηριότητες των τέως υπουργών στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα είναι αποκαλυπτική. Οι όποιες νομοθετικές ρυθμίσεις για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, την αντιμετώπιση της διαπλοκής κλπ είναι αναποτελεσματικοί αφού δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την καρδιά του φαινομένου. Η ελεύθερη οικονομία επιβάλλει τους κανόνες της πέρα και πάνω από τους όποιους νομοθετικούς περιορισμούς. Εξάλλου, οι σχέσεις του μονοπωλιακού κεφαλαίου με τα συστημικά πολιτικά κόμματα δεν εξαντλείται στη χρηματοδότησή τους. Αυτό δείχνουν και τα παραδείγματα της Γαλλίας ή ακόμη και της «υπεράνω πάσης υποψίας» Νορβηγίας. Από εκεί και πέρα λειτουργούν μια σειρά οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί που εξασφαλίζουν την υποταγή των όποιων δημοκρατικών κανόνων λειτουργίας στα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας. Βλ. την κραυγαλέα αλλά όχι μοναδική περίπτωση του πρώην Βρετανού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ http://www.skai.gr/news/world/article/150378/o-toni-bler-trapezitis/ αλλά και την περίπτωση του Επιτρόπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  Γκ. Φερχόιγκεν  στο http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=08/09/2010&id=200691. Βλ. επίσης γενικότερα Α. Γκούλικοφ, Οι λαβύρινθοι της εξουσίας, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1985, σελ. 20 επ. και Ε. Χένρι, πίσω από τις πόρτες του Λευκού Οίκου, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1986 και R. Nilsen, «Νορβηγία: διαφάνεια και αφέλεια», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία/Le MondeDiplomatique, 14-15 Αυγούστου 2010 και I. Ramonet, «Η εξαχρείωση της δημοκρατίας», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22 Αυγούστου 2010 και Μ. Σεραφετινίδου, Εισαγωγή στην πολιτική κοινωνιολογία, Αθήνα, εκδ. Gutenberg, 2006, σελ. 109 επ. και N. Klein, Το δόγμα του σοκ, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2010, σελ. 414 επ.
[5] Βλ. Κ. Μπέης, Κ. Χρυσόγονος, Ν. Μαριάς, Α. Μανδαράκα-Σέππαρντ, Η δανειακή σύμβαση μεταξύ Ελλάδας – κρατών μελών της ευρωζώνης και η εθνική μας κυριαρχία. Συζήτηση στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, προσβάσιμο στοwww.constitutionalism.gr και Γ. Κατρούγκαλος, «Memoranda sunt servanda? Η συνταγματικότητα του ν. 3845/2010 και του μνημονίου για τα μέτρα εφαρμογής των συμφωνιών με ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ», Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 2/2010, σελ. 151 επ. και  του ίδιου, Το οικονομικό Σύνταγμα και το «παρασύνταγμα» του Μνημονίου, προσβάσιμο στοwww.greek-critical-legal.blogspot.com και Δ. Καλτσώνης, Οι λειτουργίες του κράτους και του δικαίου στην οικονομική κρίση, προσβάσιμο στο www.kratoskaidikaio.blogspot.com.
[6] Βλ. ενδεικτικά Τ. Βιδάλης, Το ζήτημα του πολιτεύματος, προσβάσιμο στοhttp://www.constitutionalism.gr/html/ent/788/ent.1788.asp. Βλ. επίσης Χ. Γιανναράς, Κυβέρνηση προσωπικοτήτων για Συντακτική Συνέλευση και νέο Σύνταγμα, προσβάσιμο στο http://citypress-gr.blogspot.com/2010/09/blog-post_7489.html#more και αντίστοιχες δηλώσεις του βουλευτή του ΛΑΟΣ Μ. Βορίδη στην εφημ. Η Καθημερινή, 7/11/2010.
[7] Βλ. ενδεικτικά δημοσίευμα της εφημ. Ελευθεροτυπία, 26 Ιανουαρίου 2011.
[8] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της μπολιβαριανής Δημοκρατίας (Κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2010, σελ. 47 επ.
[9] Αναφερόμενος στην περίοδο του ιμπεριαλισμού ο Λένιν τόνιζε ότι «ιδιαίτερα οξύνεται επίσης η εθνική καταπίεση και η τάση προς τις προσαρτήσεις, δηλαδή προς την παραβίαση της εθνικής ανεξαρτησίας», βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Άπαντα, τ. 27, σελ. 426.
[10] Βλ. αναλυτικότερα Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της μπολιβαριανής Δημοκρατίας (Κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2010, σελ. 60 επ.
[11] Βλ. ενδεικτικά Α. Μάνεσης, Συνταγματική θεωρία και πράξη, Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 1980, σελ. 244 επ., 277 επ.
[12] Βλ. τη σχετική εμπειρία της Βενεζουέλας στο Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της μπολιβαριανής Δημοκρατίας (Κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες), οπ.π., σελ. 117 επ.
[13] Βλ. Α. Σβώλος, Προβλήματα του έθνους και της δημοκρατίας, τ. Β’, οπ.π., σελ. 116-117 και P. Pactet, Institutionspolitiques – Droit constitutionnel, Paris, ed. Armand Colin, 2003, σελ. 106.
[14] Βλ. V. Constantinesco, St. Pierre-Caps, Droit Constitutionnel, Paris, PUF, 2006, σελ. 182 επ.
[15] Είναι χαρακτηριστικό ότι και στις αστικές δημοκρατίες που προέκυψαν στην ανατολική Ευρώπη μετά τις ανατροπές του 1989, υιοθετήθηκαν εκλογικά συστήματα που πόρρω απέχουν από την απλή αναλογική βλ. για παράδειγμα L. Morlino, “Architectures constitutionnelles et politiques democratiques en Europe de l’ Est”, Revue Francaise de Science Politique, 2000, v. 50, no 4, σελ. 679 επ., 695 και D. Kanev, “La consolidation de la democratie en Bulgarie”,Transitions, 2001, σελ. 5 επ., 10.
[16] Βλ. Η. Νικολόπουλος, Ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής και συνταγματικής πρωτοβουλίας, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1997 και C. Emeri – C. Bidegaray, La Constitution en France (de 1789 a nos jours) Paris, ed. Armand Colin, 1997, σελ. 82 επ. και P. Pactet, Institutions politiques – Droit constitutionnel, οπ.π., σελ. 89 επ.
[17] Βλ. Η. Ηλιού, «Για ένα λαϊκοδημοκρατικό Σύνταγμα», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τευχ. 10/1946, σελ. 572 επ., 11/1946, σελ. 627 επ., 12/1946, σελ. 665 επ., 3/1947, σελ. 118 επ.
[18] Βλ. για παράδειγμα Ζ. Παπαϊωάννου, Περιεχόμενο και όρια της αστυνομικής εξουσίας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2004.
[19] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, τ. Ι  (1821-1940), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2009, σελ. 11 επ.
[20] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, τ. ΙΙ (1941-2001), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2010, σελ. 21 επ., 72 επ. και Φ. Βεγλερής, Υπόμνημα για ένα Σύνταγμα του ελληνικού λαού, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1975 και Η. Ηλιού, Το Σύνταγμα και η αναθεώρησή του, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1975. Ακόμη και πιο μετριοπαθείς προτάσεις, όπως αυτή που κατατέθηκε από τον Α. Σβώλο και τους βουλευτές της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας το 1951, μπορούν να δώσουν πολύτιμα στοιχεία βλ. Ν. Καλτσόγια-Τουρναβίτη, Προβληματική της σύγχρονης Ελληνικής Συνταγματικής Ιστορίας 1935-1975, διδακτορική διατριβή, Αθήνα, 1981, σελ. 147.
[21] Βλ. ενδεικτικά Δ. Ζέπος, Λαϊκή Δικαιοσύνη (εις τας ελευθέρας περιοχάς της υπό κατοχήν Ελλάδος), Αθήνα, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1986 και Θ. Τσουπαρόπουλος, Οι λαοκρατικοί θεσμοί της εθνικής αντίστασης, Αθήνα, εκδ. Γλάρος, 1989 και Χ. Τυροβούζης, Αυτοδιοίκηση και «λαϊκή» δικαιοσύνη 1942-1945, Αθήνα, εκδ. Προσκήνιο, 1991.
[22] Βλ. G. Toulemonde, Institutions politiques comparees, Paris, Ellipses, 2006, σελ. 11 επ. και E.-W. Bockenforde,Le droitl’ Etat et la constitution democratique, Bruxelles, Bruylant-LGDJ, 2000, σελ. 294 επ. και Η. Νικολόπουλος, Ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής και συνταγματικής πρωτοβουλίας, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1997, σελ. 23 επ., 33 επ.
[23] «Η δημοκρατία δεν εξαλείφει την ταξική καταπίεση, αλλά απλώς κάνει την ταξική πάλη πιο καθαρή, πιο πλατιά, πιο ανοιχτή, πιο οξεία». Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό»»,Άπαντα, τ. 30, σελ. 127.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.