.Της ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Μια τόσο δα τρίλεξη φρασούλα, «Συνοικία το όνειρο», χώρεσε όχι μόνο το προσωπικό όραμα τουΑλέκου Αλεξανδράκη για την πρώτη και τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε το 1961, αλλά και το εικονογραφημένο δράμα μιας περιθωριοποιημένης Ελλάδας.
Μάνος Κατράκης, Αλέκος Αλεξανδράκης Τον αναστεναγμό ανθρώπων που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, ζούσαν σε «μικρά και ανήλιαγα στενά». Αλλά διεκδικούσαν το δικαίωμα στο όνειρο, με όλη τη λεβεντιά και την περηφάνια που έφερε στον αρχετυπικό ήρωα της φτωχολογιάς, ο «Ρίκος» του Αλεξανδράκη.
Και να που η επετειακή επανέκδοση της ταινίας συμπίπτει όχι μόνο με την πενηντάχρονη παρουσία της στην ιστορία του κινηματογράφου, αλλά και με μια τραγική συγκυρία, όπου ο μέσος Ελληνας παραπατά από την οικονομική απειλή που έχει πέσει σαν βαριά σκιά πάνω από την Ελλάδα. Οι σπαρακτικοί στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη, πάνω στην εμβληματική μουσική που έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης, «Οι συμφορές αμέτρητες / δεν έχει ο κόσμος άλλες / φεύγουν οι μέρες μου βαριά / σαν της βροχής τις στάλες», θα μπορούσαν να γίνουν το σάουντρακ των ημερών της αγανάκτησης.
Από τις 9 Ιουνίου, η «Συνοικία το όνειρο» θα προβάλλεται στον θερινό κινηματογράφο «Ζέφυρο», στα Πετράλωνα, εκεί όπου γυρίστηκε η ταινία, για χάρη της οποίας συνασπίστηκαν καλλιτέχνες της Αριστεράς -συνεισφέροντας και οικονομικά- σε μια εποχή που η εξορία και οι φυλακές ήταν γεμάτες με αριστερούς.
Ο Τάσος Λειβαδίτης και ο Κώστας Κοτζιάς στο σενάριο, ο Μίκης Θεοδωράκης στη μουσική, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στο τραγούδι, ο Μάνος Κατράκης στο καστ, και φυσικά ο Αλέκος Αλεξανδράκης ως σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής.
Ο Ρίκος
Είναι ο Ρίκος, που μόλις έχει βγει από τη φυλακή. Επιστρέφει στον Ασύρματο, στη γειτονιά του. Εκεί όπου οι άνθρωποι, κλεισμένοι στα χαμόσπιτά τους, κλείνουν τα μάτια και ονειρεύονται ένα κομμάτι ψωμί, ένα μπουκάλι γάλα, μια λίρα, ένα οικοπεδάκι. Στην ταινία, όπως και στην πραγματική ζωή τότε, είναι ερωτευμένος με την Αλίκη Γεωργούλη, που ερμηνεύει μια νέα κοπέλα, η οποία αναλώνεται σε φλερτ με πλουσιόπαιδα, μπας και πιάσει την καλή και βγει από τη μιζέρια.
Μια κοκέτα μέσα στα χαλάσματα, που θυμίζει το μπρίο και το στιλ της Μπριζίτ Μπαρντό. Ο Ρίκος με τον πατέρα της, τον οποίο υποδύεται ο Κατράκης, στήνουν μικροδουλειές και απατεωνιές και σχεδιάζουν μια φιλόδοξη ληστεία, από την οποία τελικά θα τους αποτρέψει η μεγάλη καρδιά αυτών των «μικρών» ανθρώπων, που χάραζαν αθόρυβα την πορεία τους στον κοινωνικό χάρτη της εποχής, που οδηγούσε η ακμάζουσα αστική τάξη. Γύρω τους ένα μωσαϊκό πονεμένων ψυχών, ανάμεσά τους η Αλέκα Παΐζη και η Σαπφώ Νοταρά.
Ισορροπία
Κι όμως, ο Αλεξανδράκης σκηνοθέτησε αυτή τη θαυμάσια ταινία με ισορροπία χωρίς να πέφτει στην παγίδα της μιζέριας και του μελοδραματισμού. Το συναίσθημα βέβαια και η συγκίνηση ακολουθούν πολλές σκηνές, τόσο όσο να ταυτιστείς με αυτές τις χαροκαμένες φάτσες, τους αντι-ήρωες, που είναι όμως ηρωικοί μέσα στη φτώχεια τους, όπου οι ελπίδες, ενδεχομένως και οι αυταπάτες, αναγεννιούνται όσο πιο πολύ τους τραβάει ο «βυθός».
Στο ύφος του ιταλικού νεορεαλισμού, ο Αλεξανδράκης απέδειξε πως εκτός από ζεν πρεμιέ -ειδικά σε αυτή την ταινία θυμίζει τον Αλέν Ντελόν- κι ένας πάντοτε υψηλών απαιτήσεων ηθοποιός, ήταν και ένας χαρισματικός σκηνοθέτης με ισχυρό προσωπικό όραμα. Το υπονόμευσε όμως η λογοκρισία της εποχής, που ανάγνωσε ως απειλή αυτή τη ρεαλιστική ηθογραφία, που ύψωσε την κραυγή μιας καταπιεσμένης και περιθωριοποιημένης κοινωνικής τάξης.
Σύμφωνα με τον υφυπουργό της ΕΡΕ, Τριανταφυλλάκο, δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας. Ο ίδιος ο Αλεξανδράκης είχε διηγηθεί στο παρελθόν ότι ένας αστυνομικός διευθυντής είχε σταματήσει την προβολή, λέγοντας: «Μα τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε; Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι, ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα».
«Εδωσα μάχες»
Πριν από λίγα χρόνια έλεγε σε συνέντευξη στην «Ε»: «Τράβηξα περιπέτειες πολλές με αυτή την ταινία. Μου την απαγορεύσανε, έδωσα μάχες και επενέβη πια ο Καραμανλής, ο οποίος τότε ήτανε επάνω επάνω. Να κάνω μια παρένθεση: ο Καραμανλής με είχε δει στην Επίδαυρο με τη Μελίνα. Με είδανε στον Ιππόλυτο και ενθουσιάστηκαν. Και μάλιστα έλεγε μετά, όταν έκανα τη στροφή μου προς τα Αριστερά, "αυτό το παιδί το είχα μέσα στην καρδιά μου και κοίτα τι μου κάνει!...".
Η παρακολούθηση της ταινίας, έστω πετσοκομμένης, τελικά χρωματίστηκε ως πράξη αντίστασης. Ταξίδεψε σε μερικά φεστιβάλ, σε ΕΣΣΔ, Βουλγαρία, Ουγγαρία. Αλλά στη δική μας επαρχία δεν έφτασε ποτέ. Οι αρχές προτιμούσαν να περιοδεύει η εικόνα της τουριστικής Ελλάδας και της διπλοπενιάς και όχι η φωνή του Μπιθικώτση να τραγουδά «αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά, άναψες τον καημό μου, είσαι μικρός και δεν χωράς τον αναστεναγμό μου», που μέσα στον σπαραγμό της γλύκαινε σαν βάλσαμο τον λαό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.