Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Η Έκθεση Γκόλντστοουν για το Ισραήλ



Το κείμενο αυτό είναι βασισμένο στην εισαγωγή της Έκθεσης Γκόλντστοουν: Η Έρευνα της Εξεταστικής Επιτροπής για την Υπόθεση της Γάζας (Nation Books)
Της Ναόμι Κλάιν
Ένα ατέλειωτο σκηνικό εγκλήματος. Αυτή ήταν η εικόνα της Γάζας όταν την επισκέφτηκα το καλοκαίρι του 2009, έξι μήνες μετά την Ισραηλινή επίθεση. Σημάδια υπήρχαν παντού- χαλάσματα από σπίτια και σχολεία, καμένοι τοίχοι, παιδικά κορμιά γεμάτα πληγές λόγω έλλειψης ιατρικής φροντίδας. Πού ήταν, όμως, η αστυνομία; Ποιός κατέγραφε αυτά τα εγκλήματα, ποιός ανέκρινε τους μάρτυρες και φρόντιζε να μη χαθούν τα στοιχεία;  


Για μήνες φαινόταν ότι δε θα διεξαγοταν έρευνα. Πολλοί κάτοικοι της Γάζας που συνάντησα σ’ αυτό το ταξίδι ήταν πραγματικά απογοητευμένοι από την έλλειψη διεθνούς διερεύνησης των επιθέσεων. Μου εξηγούσαν ότι ακόμα και τις δυσκολότερες μέρες της Ισραηλινής επέλασης παρηγορούνταν με τη σκέψη ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά, το Ισραήλ το είχε παρακάνει. Η Μόνα αλ-Σάουα, επικεφαλής της Μονάδας Γυναικών στο Παλαιστινιακό Κέντρο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μου είπε ότι οι κάτοικοι της Γάζας ένιωθαν ικανοποίηση όταν άκουγαν για τις φιλο-Παλαιστινιακές διαδηλώσεις που πραγματοποιούνταν στους δρόμους του Λονδίνου και του Τορόντο. «Οι άνθρωποι τα ονόμαζαν εγκλήματα πολέμου» θυμόταν. «Νιώθαμε ότι δεν ήμασταν μόνοι στον κόσμο». Το επακόλουθο αυτών των δηλώσεων αγανάκτησης θα έπρεπε να είναι ισχυρές αντιδράσεις απέναντι στις επιθέσεις, εκδίκαση εγκλημάτων, ποινές. Υπό το καθεστώς διεθνούς διερεύνησης, το Ισραήλ θα έπρεπε να άρει το βίαιο εμπάργκο που κράτησε τη Γάζα απομονωμένη από τον κόσμο από τότε που η Χαμάς κατέλαβε την εξουσία. Όσοι τόλμησαν να ονειρευτούν, έπεισαν τους εαυτούς τους ότι μετά την ανομία και τις παλινωδίες θα ερχόταν η ειρήνη, μια δίκαιη ειρήνη.    


Έξι μήνες αργότερα όμως, η πραγματικότητα παρέμενε απαράλλαχτη: το ιππικό δεν ερχόταν. Παρά τη δίκαιη αγανάκτηση, το Ισραήλ δεν εξαναγκάστηκε να αλλάξει συμπεριφορά. Τα σύνορα της Γάζας παρέμειναν σφραγισμένα, μόνο που τώρα το εμπάργκο εμπόδιζε την είσοδο υλικών ανοικοδόμησης καθώς και βασικών προϊόντων διαβίωσης (χρειάστηκε να μεσολαβήσει η περσινή θανατηφόρα επίθεση των Ισραηλινών κατά του ανθρωπιστικού στόλου μεταφοράς ενισχύσεων για να ανοίξει ο διάλογος σχετικά με την πολιορκία). Ακόμη χειρότερα, οι άνθρωποι που γνώρισα ήξεραν καλά ότι θα μπορούσαν την επόμενη κιόλας μέρα να βρεθούν παγιδευμένοι σε έναν εναέριο βομβαρδισμό για οποιονδήποτε αυθαίρετο λόγο προέκρινε το Ισραήλ. Το μήνυμα που εξέπεμπε η παράλυση του διεθνούς νομικού συστήματος ήταν τρομακτικό: Το Ισραήλ απολαμβάνει καθεστώς απόλυτης ατιμωρησίας. Δεν υπάρχει καμία προσφυγή.


Στη συνέχεια, και εντελώς απρόσμενα, εμφανίστηκε ένας εκπρόσωπος της δικαιοσύνης. Το όνομά του ήταν Τζάστις Ρίτσαρντ Γκόλντστοουν, και ήταν επικεφαλής μιας εξεταστικής επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών. Αποστολή του ήταν να αξιολογήσει εάν στο πλαίσιο της επίθεσης είχαν διαπραχθεί εγκλήματα πολέμου. Έτυχε να είμαι στην πόλη της Γάζας, όταν ο Τζάστις Γκόλντστοουν ολοκλήρωνε τις δημόσιες ακροάσεις του και συναντιόταν με ανθρώπους που είχαν καταθέσει ενώπιόν του, και άλλους που είχαν ανοίξει τα σπίτια τους στην εξεταστική επιτροπή, δείχνοντάς του τα σημάδια που είχαν αφήσει επάνω τους τα όπλα των ισραηλινών, καθώς και φωτογραφίες μελών της οικογένειάς τους που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των επιθέσεων. Επιτέλους, κάποιο φως φαινόταν να προβάλλει σ’ αυτή την παραπεταμένη λωρίδα γης. Το φως, όμως, ήταν αχνό και πολλοί κάτοικοι της Γάζας παρέμεναν επιφυλακτικοί για την απονομή δικαιοσύνης. Αν οι επιθέσεις είχαν αποτύχει να προκαλέσουν αντίδραση, σκέφτονταν, τι πιθανότητες υπήρχαν να αφυπνιστεί ο κόσμος από μια έκθεση; Όπως αποδείχθηκε, η επιφύλαξη αυτή ήταν ένας σοφός τρόπος αυτοσυντήρησης.


Οι απόπειρες να σταματήσει, κατόπιν να συκοφαντηθεί και τέλος να εξαφανιστεί η έκθεση του Γκόλντστοουν  ξεκίνησε πριν καν γραφτεί μια λέξη. Η κυβέρνηση του Ισραήλ απέρριψε την αρχική απόφαση του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ να διερευνήσει της κατηγορίες περί εγκλημάτων πολέμου κατά τη διάρκεια της επίθεσης στη Γάζα. Το Συμβούλιο ήταν - κατά τους ισχυρισμούς του Ισραήλ - προκατειλημμένο, ενώ το ψήφισμα κατόπιν του οποίου συστάθηκε η εξεταστική επιτροπή ήταν - σύμφωνα με το Ισραηλινό Υπουργείο Εξωτερικών - «μονόπλευρο και άσχετο προς το θέμα». Είναι αλήθεια ότι η αρχική αποστολή της Εξεταστικής Επιτροπής ήταν η διερεύνηση παραβιάσεων που διεπράχθησαν «από τις δυνάμεις κατοχής του Ισραήλ ενάντια στους κατοίκους της Παλαιστίνης». Ωστόσο, όταν ο Τζάστις Γκόλντστοουν ανέλαβε επικεφαλής και ανακοίνωσε ότι η έρευνα θα συμπεριλάμβανε πιθανά εγκλήματα που διέπραξαν Παλαιστίνιοι «είτε πριν, είτε κατά τη διάρκεια, είτε μετά» τις επιθέσεις, το Ισραήλ αρνήθηκε κατηγορηματικά να αποδεχθεί αυτή τη νέα πραγματικότητα. «Δεν υπάρχει καμία επίσημη διεύρυνση της αποστολής», επέμεινε ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών, Γιόσι Λέβι, παρά τα πλείστα, εναντίον του ισχυρισμού αυτού, στοιχεία. Και πρόσθεσε: “Δεν θα συνεργαστούμε με την Εξεταστική Επιτροπή, γιατί καθήκον της δεν είναι να αποκαλύψει την αλήθεια αλλά να επινοήσει νομικά τεχνάσματα για να επιτεθεί στο Ισραήλ”.    


Όταν έγινε ξεκάθαρο ότι η αποστολή θα προχωρούσε κανονικά παρά την κωλυσιεργία αυτή, η κυβέρνηση του Ισραήλ άλλαξε τακτική: Επικέντρωσε το σύνολο σχεδόν όλων των ενεργειών της προκειμένου να σαμποτάρει τη δουλειά του Γκόλντστοουν. Σε αυτό το πλαίσιο, το Ισραήλ αρνήθηκε να επιτρέψει τη διέλευση της αποστολής των Ηνωμένων Εθνών μέσα από ισραηλινά εδάφη, γεγονός που συνεπάγοταν πως τα μέλη της αποστολής, προκειμένου να φτάσουν στη Γάζα, θα έπρεπε να ταξιδέψουν δια μέσου της Αιγύπτου. Είχε επίσης ως αποτέλεσμα οι ανακριτές της ομάδας του Γκόλντστοουν να μην μπορούν να ταξιδέψουν στο Σντερότ και το Άσκελον για να ακούσουν τις καταθέσεις των Ισραηλινών θυμάτων των επιθέσεων με πυραύλους Κασάμ (πύραυλοι που χρησιμοποιούνται από τη Χαμάς, ΣτΜ) – μαρτυρίες ιδιαίτερα κρίσιμες στην προσπάθεια της αποστολής για τη διαλεύκανση των εγκλημάτων όλων των εμπλεκόμενων πλευρών. Η τακτική του Ισραήλ ήταν ξεκάθαρη: Θα ανάγκαζε τον Γκόλντστοουν να συντάξει μία μονόπλευρη Έκθεση, την οποία εν συνεχεία το ίδιο το Ισραήλ θα απέρριπτε πανηγυρικά ως τέτοια.


Το σχέδιο δεν λειτούργησε. Παρακάμπτοντας τα κυβερνητικά "οδοφράγματα", ο Γκόλντστοουν μετέφερε αεροπορικά στη Γενεύη Ισραηλινούς πολίτες, έτσι ώστε να ακούσει τις μαρτυρίες τους αυτοπροσώπως. Όταν εκδόθηκε, η Έκθεση συνόψιζε τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από την κάθε πλευρά, επικεντρώνοντας κυρίως στις πράξεις των Ισραηλινών. Έκανε λόγο για επιθέσεις σε σπίτια, νοσοκομεία και τζαμιά, επιθέσεις που κόστισαν τις ζωές πολλών αμάχων, καθώς επίσης και για επιθέσεις σε αστικές υποδομές, όπως εγκαταστάσεις ύδρευσης και γεωργίας και εργοστάσια. Η Έκθεση ωστόσο δεν αθώωνε τη Χαμάς. Ο Γκόλντστοουν κατέληξε στο συμπέρασμα πως η εκτόξευση πυραύλων και ρουκετών εντός κατοικημένων περιοχών "όπου δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι στρατιωτικοί στόχοι" – μία πρακτική που χρησιμοποιήθηκε από τη στρατιωτική πτέρυγα της Χαμάς αλλά και από άλλες Παλαιστινιακές ένοπλες δυνάμεις – υποδηλώνει τη διάπραξη μίας άνευ διακρίσεων επίθεσης στον άμαχο πληθυσμό των νότιων περιοχών του Ισραήλ, ένα έγκλημα πολέμου που πιθανόν να ισοδυναμεί με έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Κατηγόρησε επίσης τη Χαμάς για "εξωδικαστικές εκτελέσεις" στη Λωρίδα της Γάζας, καθώς επίσης και την Παλαιστινιακή Αρχή για καταστολή και πιθανούς βασανισμούς στη Δυτική Όχθη. 


Η Έκθεση του Γκόλντστοουν αποτελεί ένα σοβαρό, δίκαιο και εξόχως ενοχλητικό έγγραφο, γεγονός που εξηγεί τη στρατηγική του Ισραήλ να μιλά μετά τη δημοσίευση του σχεδόν για οτιδήποτε άλλο εκτός από την ουσία του. Οι αντιπερισπασμοί κυμαίνονται ανάμεσα σε περαιτέρω φλυαρίες για μεροληπτική στάση των Ηνωμένων Εθνών, σε δυσφημιστικές εκστρατείες για την προσωπική πορεία του Γκόλντστοουν στο χώρο της δικαιοσύνης και σε ισχυρισμούς πως Έκθεση συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι μιας μεγάλης συνωμοσίας που αρνείται στο Ισραήλ το δικαίωμα να υπάρχει. Ο Ντορ Γκολντ, ένας πρώην πρέσβης και κορυφαίος πολιτικός σύμβουλος, δήλωσε πως η Έκθεση του Γκόλντστοουν αποτελεί "το πιο σοβαρό, από άποψη σημασίας, και το πιο φαύλο κατηγορητήριο εναντίον του κράτους του Ισραήλ από το 1975, όταν ο ΟΗΕ είχε εξισώσει τον Σιωνισμό με τον ρατσισμό" και πως συνιστά "μία επίθεση στην κοινωνία του Ισραήλ στο σύνολό της". Την ίδια στιγμή ο πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου εξηγούσε πως "υπάρχουν τρεις βασικοί κίνδυνοι που αντιμετωπίζουμε σήμερα: η πυρηνική απειλή, η πυραυλική απειλή και αυτό που εγώ αποκαλώ απειλή του Γκολντστόουν". Η έκφραση "λίβελλος του αίματος" εκτοξεύτηκε σε έναν χωρίς καμιά διάκριση συμψηφισμό, όπου η αναφορά του Γκόλντστοουν εξισώθηκε επαίσχυντα με τις αντισημιτικές δίκες του Μεσαίωνα, δίκες κατά τις οποίες οι Εβραίοι κατηγορούνταν πως έπιναν το αίμα των παιδιών των χριστιανών (όλως παραδόξως φαίνεται να δημιουργείται κάποιου είδους πρόβλημα μόνο όταν η Σάρα Πέιλιν καταχράται τον συγκεκριμένο όρο).


Δεδομένης αυτής της εκ των άνωθεν παρακίνησης, δεν είναι έκπληξη η απαγόρευση στον 72χρονο δικαστή να παρευρεθεί στη διαδικασία περιτομής του εγγονού του σε ένα προάστιο του Γιοχάνεσμπουργκ, καθώς η συναγωγή εξέφρασε φόβους για πιθανό ξέσπασμα βίας. "Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ο πολιτικός θυμός εναντίον του – τον οποίο οποιοσδήποτε άνθρωπος έχει κάθε δικαίωμα να εκφράσει – μετατράπηκε σε μία ανεξέλεγκτη και παράλογη οργή που επιχείρησε να παραβεί το πνεύμα μίας εκ των πλέον ιερών πτυχών της επίσημης Εβραϊκής παράδοσης" παρατήρησε ο διακεκριμένος Νοτιοαφρικανός δικαστής Άλμπι Σακς. 


Δεν είναι η πρώτη φορά που το Ισραήλ δέχεται σκληρή κριτική, η οποία συχνά προέρχεται από Εβραίους. Ποιο είναι το στοιχείο εκείνο λοιπόν της υπόθεσης Γκόλντστοουν που πυροδότησε αυτή την έκρηξη; Η πιθανότερη απάντηση έγκειται στις ιδιάζουσες τεχνικές ρητορείας που οι ηγέτες του Ισραήλ εμπιστεύονται προκειμένου να υπερασπιστούν τις πράξεις τους. Για δεκαετίες, οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι αποκρούουν όλες τις κατηγορίες σχετικά με καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ισχυριζόμενοι πως το Ισραήλ έχει βρεθεί αδίκως στο μάτι του κυκλώνα από κάποιους που, ενώ διατυμπανίζουν πως ενδιαφέρονται για το διεθνές δίκαιο, γυρίζουν το βλέμμα τους αλλού όταν εξίσου σοβαρά εγκλήματα διαπράττονται από άλλα κράτη. Το πρόβλημα με τον Γκόλντστοουν ήταν πως η πορεία του σαν δικαστής σε παγκόσμιο επίπεδο αφαιρούσε από τον ισχυρισμό του Ισραήλ οποιαδήποτε αξιοπιστία.


Ο Γκόλντστοουν ξεκίνησε τη δικαστική του καριέρα όντας ένας από τους ελάχιστους φιλελεύθερους δικαστές που υπηρέτησαν το δικαστικό σώμα της Νοτίου Αφρικής κατά την περίοδο του Απαρτχάιντ. Παρότι ήταν εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να εφαρμόσουν τους βάναυσους, μεροληπτικούς νόμους της χώρας, οι δικαστές αυτοί κατάφεραν ταυτόχρονα να αποδυναμώσουν το σύστημα εκ των έσω, συμβάλλοντας στη χαλάρωση της μέγγενης του Απαρτχάιντ κατά στα ύστερα χρόνια του. Μία απόφαση του Γκόλντστοουν το 1982, για παράδειγμα, μπλόκαρε την έκδοση δικαστικών αποφάσεων για εκδίωξη μαύρων και "έγχρωμων" ανθρώπων από τα σπίτια τους ούτως ώστε να ανοίξει ο δρόμος για δημιουργία γειτονιών που θα κατοικούνται μόνο από λευκούς, εάν προηγουμένως δεν έχει εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει το κατάλληλο εναλλακτικό κατάλυμα. Το προαπαιτούμενο αυτό καθιστούσε την ενεργοποίηση του έμπλεου μίσους νομοσχεδίου για ομαδοποιημένες περιοχές  (Group Area Act) πρακτικώς αδύνατη. Αφότου η πολιτική του Απαρτχάιντ αποδυναμώθηκε ο Γκολντστόουν άρχισε να διαδραματίζει έναν πιο ακτιβιστικό ρόλο, αποκαλύπτοντας και εκθέτοντας την εξωδικαστική δράση κάποιων δολοφονικών ομάδων στους κόλπους της αστυνομίας και του στρατού της Νοτίου Αφρικής – πρόκειται για εγκλήματα που διαπράχθηκαν πριν τη σύσταση της Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης της χώρας (το 1996, ΣτΜ). 


Η συνεισφορά του Γκόλντστοουν στην οικοδόμηση της πρώτης πολυφυλετικής  δημοκρατίας στη Νότιο Αφρική αποτέλεσε το διαπιστευτήριό του για την είσοδο στο διεθνές επίπεδο, όπου αναζήτησε την αλήθεια για εγκλήματα πολέμου, εθνικές εκκαθαρίσεις και γενοκτονίες ως γενικός εισαγγελέας στα ειδικά διεθνή δικαστήρια του ΟΗΕ για την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα. Είναι η περίοδος που ο Γκόλντστοουν αρχίζει να αφιερώνει τη ζωή του στη δέσμευση που αναδύθηκε μετά το Ολοκαύτωμα, τη δέσμευση του ποτέ ξανά· ποτέ ξανά σε κανένα. "Αν οι μελλοντικοί δράστες γενοκτονιών, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και σοβαρών εγκλημάτων πολέμου έρθουν ενώπιον της δικαιοσύνης και τιμωρηθούν καταλλήλως", έγραφε σε μία έκθεσή του το 2001, "τότε τα εκατομμύρια των αθώων θυμάτων που χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα δεν θα έχουν πεθάνει επί ματαίω. Η μνήμη τους θα παραμείνει ζωντανή και θα τους θυμόμαστε τη στιγμή που μελλοντικοί εγκληματίες πολέμου καλούνται στη δικαιοσύνη να λογοδοτήσουν. Και, σίγουρα, δεν είναι υπερβολικό να ελπίζει κανείς πως η αποτελεσματική δικαιοσύνη θα συνεισφέρει στο να αποτρέψει τα εγκλήματα πολέμου στο μέλλον και να προστατέψει έτσι τον ανυπολόγιστο αριθμό πιθανών θυμάτων". Ο δικαστής υπήρξε πάντοτε σαφής πως αυτό το σαφάρι στην αναζήτηση της δικαιοσύνης ήταν στενά συνδεδεμένο με την Εβραϊκή καταγωγή του. "Εξαιτίας της ιστορίας μας, μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιληφθώ πώς οποιοσδήποτε Εβραίος δεν θα ήταν ενστικτωδώς εναντίον οιασδήποτε μορφής διακρίσεων", δήλωσε στην Jerusalem Report το 2000. 


Αυτό ακριβώς το πνεύμα περί δικαιοσύνης – μία άμεση απόκριση στο Ολοκαύτωμα των Ναζί – μετέφερε ο δικαστής Γκόλντστοουν και στη δουλειά του στη Γάζα το 2009, επιμένοντας πως η διερευνητική αποστολή του θα εξέταζε τα εγκλήματα που διεπράχθησαν τόσο από τους Ισραηλινούς όσο και από τους Παλαιστίνιους. Για τους Ισραηλινούς ηγέτες ήταν εφιαλτική η στιγμή της ανάθεσης της διερεύνησης του τί συνέβη στη Γάζα στον Γκόλντστοουν , ακριβώς γιατί δεν υπήρχε κανένας τρόπος να ισχυριστούν πως ο συγκεκριμένος δικαστής μεροληπτούσε προκειμένου να υπάρξει μία ειδική καταδίκη του Ισραήλ. Ξεκάθαρα και αδιαμφισβήτητα, ο Γκόλντστοουν εφάρμοζε για το Ισραήλ τις ίδιες αρχές που είχε συστηματικά εφαρμόσει σε άλλες χώρες για δεκαετίες. Το μόνο που απέμενε στο Ισραήλ και τους συμμάχους του ήταν να βεβαιωθούν πως οι συστάσεις της έκθεσης δεν θα ερχόταν ποτέ ενώπιον κάποιας δικαστικής αρχής με οποιοδήποτε κόστος. Στις Ηνωμένες Πολιτείες επρόκειτο για μία απλή υπόθεση: Τα ισραηλινά λόμπυ κατάφεραν επιδέξια να πείσουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων να κηρύξει την έκθεση "ανεπανόρθωτα μεροληπτική και ανάξια περαιτέρω εξέτασης ή νομιμοποιητικής ισχύος", με το ψήφισμα ενάντια στον Γκόλντστοουν να περνά με 344 ψήφους υπέρ και 36 κατά. Στα κατεχόμενα εδάφη ωστόσο, στην προσπάθεια να θαφτεί η έκθεση του Γκολντστόουν επιστρατεύτηκαν ορισμένες χυδαίες τακτικές. Σύμφωνα με ένα άρθρο της εφημερίδας Haaretz στις 21/01/2010, ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούτ Αμπάς ενημερώθηκε πως "αν δεν ζητούσε αναβολή της ψηφοφορίας (στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ) σχετικά με την επικριτική έκθεση για τη στρατιωτική επιχείρηση του περασμένου έτους, το Ισραήλ θα μετέτρεπε τη Δυτική Όχθη σε δεύτερη Γάζα."


Αλλά ενώ οι δυτικές κυβερνήσεις συνεχίζουν να προστατεύον το Ισραήλ επιμένοντας ότι οι οικονομικές κυρώσεις δεν ισχύουν στην περίπτωσή του και καλωσορίζοντας το Ισραήλ στον ΟΟΣΑ, η κοινωνία των πολιτών σε όλο τον κόσμο αναπληρώνει το κενό. Τα πορίσματα της Έκθεσης Γκόλντστοουν έγιναν χρήσιμα εργαλεία στα χέρια του διεθνούς κινήματος για το Μποϊκοτάζ, την Απόσυρση Επενδύσεων και τις Ποινές ενάντια στην κυβέρνηση του Ισραήλ προκειμένου να πιεστεί να συμμορφωθεί με τη διεθνή νομοθεσία χρησιμοποιώντας την ίδια ειρηνική τακτική που χρησιμοποιήθηκε για την άρση του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Ένα νέο βιβλίο με τίτλο η Έκθεση Γκόλντστοουν: Η Έρευνα της Εξεταστικής Επιτροπής για την Υπόθεση της Γάζας, θα επιτρέψει σε πολλούς ανθρώπους να διαβάσουν την Έκθεση και την ανάλυσή της, επιτρέποντάς τους να διαμορφώσουν τη δική τους άποψη για το εάν το Ισραήλ «εξαιρέθηκε» δικαίως, ή, αντίθετα, αν πρέπει να κληθεί επιτέλους να λογοδοτήσει.
   
Μια από τις πιο σημαντικές απαντήσεις στην έκθεση κατατέθηκε τον Ιανουάριο του 2010 από μια συμμαχία έντεκα παλαιστινιακών οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα που κάλεσε τη Χαμάς και τις Παλαιστινιακές Αρχές να διερευνήσουν τις κατηγορίες του Γκόλντστοουν ότι ήταν συνένοχες σε εγκλήματα πολέμου, παρά το γεγονός ότι η ισραηλινή κυβέρνηση είχε αρνηθεί να ξεκινήσει ανεξάρτητη έρευνα για τις κατηγορίες που προβάλλονταν από την ίδια την έκθεση. Επρόκειτο για μια θαρραλέα θέση, που δείχνει ποια μπορεί να είναι η κληρονομιά της Έκθεσης Γκόλντστοουν. Παρότι οι περισσότεροι από μας πιστεύουμε στα καθολικά ανθρώπινα δικαιώματα και να αντιτασσόμαστε σε όλα τα εγκλήματα πολέμου, οι αρχές αυτές εφαρμόζονται εδώ και χρόνια με αποσπασματικό τρόπο. Συχνά απολογούμαστε μόνο για τα εγκλήματα της "δικής μας" πλευράς. Συχνά η ευαισθησία μας εκφράζεται επιλεκτικά. Για να αναφέρω μόνο ένα σχετικό παράδειγμα, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει επανειλημμένα αποτύχει να ανταποκριθεί στο καθήκον του να εξετάζει όλες τις σημαντικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσής τους. Έτσι, ενώ το Συμβούλιο συγκρότησε με τόλμη την ομάδα Γκόλντστοουν προκειμένου να διερευνήσει τα εγκλήματα στη Γάζα, παρέμεινε σκανδαλωδώς σιωπηλό για τις μαζικές σφαγές και φυλακίσεις των Ταμίλ στη Σρι Λάνκα, οι οποίες φέρεται να πραγματοποιήθηκαν μήνες μόνο μετά την επίθεση στη Γάζα.


Η επιλεκτικότητα αυτού του τύπου αποτελεί δώρο για κυβερνήσεις όπως αυτή του Ισραήλ διότι τους επιτρέπει να κρύβονται πίσω από την υποκρισία των επικριτών τους. («Θα έπρεπε να μας καλέσουν τη μέρα που το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε σχετικά με για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου», δήλωσε ο εκπρόσωπος τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών Γιγκάλ Παλμόρ εξηγώντας την άρνηση της κυβέρνησής του να συνεργαστεί με τον Γκόλντστοουν). Η Έκθεση Γκόλντστοουν, με την ασυμβίβαστη ηθική της συνέπεια ανανέωσε τις «ξεπερασμένες» αρχές των οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου που κατοχυρώνονται σε ένα σύστημα το οποίο, με όλα του τα προβλήματα, παραμένει η καλύτερη προστασία μας ενάντια στη βαρβαρότητα. Όταν κινητοποιούμαστε γύρω από το Γκόλντστοουν επιμένοντας ότι η έκθεσή του πρέπει να διαβαστεί και να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο, υπερασπιζόμαστε αυτό το σύστημα. Όταν το Ισραήλ και οι υποστηρικτές του απαντάνε στον Γκόλντστοουν κηρύσσοντας πόλεμο ενάντια στο διεθνές δίκαιο δεν κάνουν τίποτα λιγότερο από το να βάζουν σε κίνδυνο το καθεστώς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που σφυρηλατήθηκε στη δίνη του Ολοκαυτώματος.  


Ένας από τους ανθρώπους που γνώρισα στη Γάζα ήταν ο Ιμπραήμ Μοαμάρ, πρόεδρος της Εθνικής Κοινότητας Δημοκρατίας και Δικαίου, ο οποίος με κόπο συγκρατούσε την απογοήτευσή του για την έλλειψη διεθνούς αντίδρασης απέναντι στα τρομερά εγκλήματα των οποίων υπήρξε μάρτυρας. «Το Ισραήλ πρέπει να δικαστεί για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε», είπε. Φυσικά, έχει δίκιο. Σε ένα δίκαιο κόσμο οι μαρτυρίες που συνέλεξε ο Ρίτσαρντ Γκόλντστοουν και οι οποίες εκδόθηκαν σε βιβλίο δεν θα αφύπνιζαν μόνο τις συνειδήσεις μας, θα χρησιμοποιούνταν ως αποδεικτικά στοιχεία. Προς το παρόν, όμως, ελλείψει επίσημου δικαίου, πρέπει να συμβιβαστούμε με αυτό που οι διασωθέντες από τη δικτατορία της Αργεντινής αποκάλεσαν «λαϊκή δικαιοσύνη». Ένα είδος δικαιοσύνης που πηγάζει από τους δρόμους και φτιάχνει γείτονες, φίλους και οικογένειες μέχρι την ώρα που η αλήθεια της να αναγκάσει τα δικαστήρια να ανοίξουν και τις δικές τους πόρτες. 

Μετάφραση: Έλενα Παπαδοπούλου, Πέτρος Μωραΐτης

Πηγή: The Nation

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.