Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Δημόσιο Χρέος και ελληνική κλεπτοκρατία



Του Γιώργου Ρακκά
Το στοιχείο που δημιουργεί ένα εκρηκτικό  κοκτέιλ αδιεξόδων στην ελληνική κρίση, είναι η σύμπτωση φαινομένων που ανήκουν στο κοίλο δύο  διακριτά ιστορικών φάσεων. Σήμερα, η Ελλάδα ζει το τέλος του ιδιότυπου μεταπολιτευτικού κρατισμού, και ταυτοχρόνως την εξάντληση της εκσυγχρονιστικής στρατηγικής, για την «προσαρμογή» της χώρας μας στο παγκοσμιοποιητικό μοντέλο. Έτσι, έχουμε να αντιμετωπίσουμε την εκτόξευση του κρατικού ελείμματος, την διάλυση του παραγωγικού ιστού και ταυτόχρονα πολιτισμικές/εθνοτικές αντιθέσεις λόγω της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης, τις συνθήκες πολιτικής υπαγωγής της χώρας στο ευρωπαϊκό γερμανοκρατούμενο κέντρο, την οικονομική υποδούλωση στο ευρώ κ.ο.κ. Η χώρα μας δηλαδή πατά με το ένα της πόδι σε ένα αδιέξοδο που θυμίζει εκείνα που περνούσαν διεθνώς το 1989, και είχε να κάνει με την εξάντληση των κρατισμών σε Δύση και Ανατολή, ενώ με το άλλο ζει τις συνέπειες της κρίσης του μοντέλου της παγκοσμιοποίησης και της ευρωκρατίας.
Η τρομακτική συμβολή της κρατικής διαφθοράς στην διαμόρφωση του υπέρογκου  ελληνικού χρέους, είναι το πεδίο  που αναδεικνύει την διαπλοκή των φαινομένων. Γιατί ο ιδιότυπος ελληνικός κλεπτοκρατικός κρατισμός έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το υπέρογκο χρέος της χώρας προς τους ξένους δανειστές. Κάτι τέτοιο κατ’ αρχήν αποδεικνύεται από εκθέσεις και στοιχεία: «η διαφθορά ελληνικού κρατισμού κοστίζει στη χώρα πάνω από 20 δισ. ευρώ ετησίως» (Μάρκους Ουόκερ – Η διαφθορά επιδεινώνει την ελληνική κρίση, Wall Street Journal –ppol.gr 05/04/2010). Το ίδρυμα Μπρουκινκς, δε, υποστηρίζει ότι «αν ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα ήταν τόσο καθαρός και διαφανής όσο της Σουηδίας, η χώρα μπορεί να είχε εμφανίσει πλεονάσματα» (TA NEA, 17/04/2010).
Το  ζήτημα δεν είναι τεχνοκρατικό, και  δεν έχει διόλου να κάνει με τον  τρόπο τον οποίον τίθεται από  τον Γιωργάκη και το Διεθνές Νομισματικό  Ταμείο. Έχει να κάνει με το πως το κλεπτοκρατικό μπλοκ εξουσίας που έχτισε η αλλαγή του ΠΑΣΟΚ επιβίωσε της κρίσης του 1989, και κατάφερε έπειτα από τα πρώτα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1990 να αυτομετασχηματιστεί ώστε να προσαρμοστεί στο νέο, παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Στις  κυρίαρχες αφηγήσεις της πολιτικής  επιστήμης και της κοινωνιολογίας, το 1989 συνιστά μια τομή. Τομή εγκατάλειψης του κρατισμού σε Δύση και Ανατολή, τομή μετάβασης από το κεϋνσιανό εθνικό κράτος, σε μια νέα εποχή ελεύθερης αγοράς και υποχώρησης της κρατικής ρύθμισης, μια εποχή όπου η πολιτική και οικονομική ισχύς συσσωρεύεται στα διεθνή διευθυντήρια. Στην Ελλάδα αυτή η αφήγηση, έχει άμεσα ή έμμεσα λειτουργήσει κατά κόρο ώστε να επιβληθούν ψεύτικες διαχωριστικές γραμμές, και μαύρες τρύπες στον τρόπο με τον οποίο συζητάμε το ελληνικό αδιέξοδο. Γιατί κουβεντιάζουμε τα προβλήματά μας, σαν να ξεκινήσαμε από το σημείο 0, το 1992 με το Μάαστριχτ, και ότι προηγήθηκε πιο πριν να ανήκει σε μια ξένη ως προς το παρελθόν και καινοφανής ιστορική φάση.
Η ελληνική εκδοχή του 1989, ο Κοσκωτάς, ο Παπανδρέου στο δικαστήριο, η  οικουμενική κυβέρνηση-αποδέκτης  των «άδηλων πόρων» του Σ. Κόκκαλη  για τον ΟΤΕ, η συγκυβέρνηση Δεξιάς και Αριστεράς –όλα αυτά έχουν  καταβυθιστεί στο βαθύ πηγάδι της  εθνικής λήθης. Κι όμως, καμία ισχυρή τομή δεν συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ίσα-ίσα που αυτό το οποίο επιβεβαιώθηκε ήταν η «συνέχεια» και όχι η «τομή». Διότι αν κάτι «παγκοσμιοποιήθηκε» με τον εκσυγχρονισμό, δεν είναι τίποτε άλλο από το ίδιο το κλεπτοκρατικό «σύστημα-ΠΑΣΟΚ» του 1980. Δηλαδή, μπορούμε να επισημάνουμε δύο φάσεις ζωής της ελληνικής πασοκικής κλεπτοκρατίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Μια πρώτη, «κεϋνσιανή», όπου κυριαρχούσε η ληστρική ιδιοποίηση του εσωτερικού πλούτου, μέσα από τις «κρατικοποιήσεις», την απομύζηση των συνεταιρισμών και την ολοκληρωτική άλωση του δημόσιου τομέα. Και μια δεύτερη φάση, εξωστρεφής και «παγκοσμιοποιητική», όπου κυριαρχούσε η εκποίηση της χώρας στις εξωγενείς δυνάμεις της Δύσης και της Ανατολής. Μιας φάσης, που η κλεπτοκρατία στηρίχτηκε αποφασιστικά στη διασπάθιση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, στην εκμετάλλευση των ογκούμενων μεταναστευτικών ρευμάτων, και στην εκχώρηση της «γεωπολιτικής αξίας του οικοπέδου ΕΛΛΑΣ» (Π. Κονδύλης). Στην πρώτη φάση ο Κοσκωτάς και η Αυριανή, στη δεύτερη η Ζήμενς, το Μέγκα, ο νεο-οθωμανισμός και το γερμανικό κεφάλαιο.
Αυτή  η πραγματικότητα, κινείται σήμερα υπόγεια και άρρητη, διαμορφώνοντας τις εξελίξεις, και υπονομεύοντας  οποιαδήποτε μερική αντιμετώπιση του  ελληνικού αδιεξόδου, ακόμα και  αν θέλει να εμφανιστεί κατά το μέτρο  του δυνατού συνολική και ριζοσπαστική. Γιατί βεβαίως, η Ελλάδα μπορεί να κινηθεί στα βήματα του Ισημερινού και να αναθεωρήσει μέρος του επαχθούς της χρέους, αλλά στο μέτρο που το κλεπτοκρατικό σύστημα αναπαραχθεί θα έχουμε να κάνουμε με μια σισσύφεια, απελπισμένη κίνηση. Το ίδιο ισχύει και για τη συζήτηση σχετικά με το ευρώ: Ακόμα και η μακροπρόθεσμη απεμπλοκή από το ευρώ –και όχι η άμεση, που θα προκαλέσει συνθήκες εκποίησης της χώρας όμοιας με εκείνην που βίωσαν οι Ρώσοι στις αρχές της δεκαετίας του 1990– θα πρέπει να έχει ως προϋπόθεση και θεμέλιο το τσάκισμα του κλεπτοκρατικού συστήματος, ειδάλλως θα έχει γίνει μια τρύπα στο νερό.
Αυτή  η πραγματικότητα διαμορφώνει απροσπέλαστα αδιέξοδα όχι μόνον στο επίπεδο  των εναλλακτικών λύσεων, αλλά και  σε μια διερεύνηση των πιθανών  συλλογικών υποκειμένων που θα μπορούσαν  να τις ενσαρκώσουν. Γιατί η σοσιαλίζουσα κλεπτοκρατία χρησιμοποίησε ως πυλώνα της τα συνδικάτα, συνδικάτα που όσο περνούσε ο καιρός περιορίζονταν στους πολύ εξασφαλισμένους τομείς της εργασίας του δημόσιου τομέα –και όλα αυτά είναι που έχουν αποδυναμώσει την πραγματική τους ισχύ, και τα έχουν απονομιμοποιήσει στα μάτια του λαού.
Έτσι, στην πραγματικότητα και επί της  ουσίας, πέραν από τα ευχολόγια  και πέρα από μια γενικευμένη  επίγνωση της ανάγκης για αντίσταση, πρακτική απάντηση σε αυτή τη κρίση, φαίνεται πώς διαθέτει η ίδια η… ηγεσία της  κλεπτοκρατίας, το ξένο κεφάλαιο και  οι παρασιτικές άρχουσες τάξεις της  χώρας. Και αυτή είναι που έχει ξεκινήσει να υλοποιείται. Πιλότος για να δούμε τα γεγονότα, είναι οι θεραπείες σοκ που τυράννησαν τις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Όπως τότε, έτσι και τώρα, οι ελίτ σπάνε το κλεπτοκρατικό μπλοκ εξουσίας, παραδίδουν τους μαζικότερους και πιο αδύναμούς του κρίκους στον γκρεμό της κρίσης, και προσπαθούν να περισώσουν την ηγεμονία τους σε συνθήκες πολιτικής κατοχής, εκποιώντας στους ξένους τη χώρα μας. Μόνο που, ενώ στη Ρωσία ήταν ντόπιοι οι ολιγάρχες που αναδύθηκαν από το γενικευμένο ξεπούλημα, στην Ελλάδα ντόπιοι είναι μόνον οι μεσάζοντες, και τον ρόλο του ολιγάρχη έχουν αναλάβει οι ξένες δυνάμεις, τόσο οι αποικιοκράτες της Δύσης όσο και οι νεο-οθωμανοί της Ανατολής.
Απέναντι  σ’ αυτή την κατάσταση, οι αντιπολιτευόμενες  δυνάμεις μοιάζουν να ζουν σε άλλη χώρα –και μόνον από αυτόνομες, ανεξάρτητες  φωνές υπάρχουν νύξεις και υπαινιγμοί για μια σφαιρικότερη αντιμετώπιση της κατάστασης, πέρα από την τεχνοκρατία  και το εκ δεξιών και αριστερών  εμπόριο της ελπίδες. Κατ’ αρχήν σε επίπεδο ανάλυσης, σταδιακά υπάρχουν προσπάθειες η συζήτηση να διευρυνθεί ξεφεύγοντας από το χρέος αυτό καθαυτό, πηγαίνοντας στους παράγοντες που το δημιούργησαν. Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, για παράδειγμα, γράφει: «Ουδείς δείχνει διάθεση να συνδέσει το υπέρογκο δημόσιο διεθνές χρέος της Ελλάδας με τις παράνομες δραστηριότητες ξένων κυβερνήσεων και εταιριών σε συνεργασία με ελληνικά πολιτικά κόμματα και Έλληνες κρατικούς λειτουργούς, δικαστικούς και αξιωματούχους» (Δ.Κ. – περιοδικό Επίκαιρα, 19/01/11). Ακόμα και τεχνοκράτες καταλαβαίνουν σιγά-σιγά ότι η συζήτηση για το χρέος δεν είναι μια στεγνή συζήτηση για την οικονομία, αλλά μια συνολική πολιτική συζήτηση για ολόκληρο το ελληνικό μοντέλο, γι’ αυτό και δειλά-δειλά θέτουν την παράμετρο της πολιτικής/πολιτειακής αλλαγής στις προϋποθέσεις για την έξοδο από την κρίση: «Οι λύσεις θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν, πριν από οτιδήποτε άλλο και αμέσως μετά την εκδίωξη την ΔΝΤ την ‘αναθεώρηση’ του ‘διεφθαρμένου’ πολιτεύματός μας –αφού εάν παραμείνει ως έχει, καμία από τις όποιες διεργασίες δεν πρόκειται να έχει ‘διατηρίσιμα’ αποτελέσματα» (Β. Βιλιάρδος, sofokleous10.gr, 14/02/2011).
Στο άμεσο πολιτικό επίπεδο, μόνον η  πρόταση της Σ. Σακοράφα δείχνει  να κινείται προς την κατεύθυνση μιας ολικότερης αντιμετώπισης του αδιεξόδου  μας. Διότι προφανώς, αν συσταθεί η Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου του Δημόσιου Χρέους, αναγκαστικά η προσοχή όλων θα στραφεί προς αυτά τα μονοπάτια, και στο επίκεντρο θα τεθεί η ελληνική κλεπτοκρατία και η προδοτική της λειτουργία.
Ωστόσο  έχουμε μακρύ δρόμο ακόμα. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, πάντως, το ότι ζούμε ταυτόχρονα ένα «1989» και ένα «2008» (με την έννοια της κρίσης του παγκοσμιοποιητικού μοντέλου), δημιουργεί συνθήκες ολικής πολιτικοκοινωνικής εμπλοκής, γιατί ακριβώς η υφή της κρίσης τοποθετεί το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων ως μέρος του προβλήματος και όχι ως φορέας κάποιας πιθανής λύσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.