Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Γιατί ενόχλησε η Εκκλησία;



Προσωπικά δεν κατανοώ τι μύγα τσίμπησε χριστουγεννιάτικα την Κυβέρνηση και αντέδρασε, όπως αντέδρασε, στην ανακοίνωση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος σχετικά με το ότι «η χώρα βρίσκεται υπό κατοχή (σ.σ εννοώντας την τρόικα)».
Σε βαθμό, μάλιστα, που να υποπτεύομαι (;) πως εκείνα τα οποία πραγματικά ενοχλούν είναι πρώτον, το γεγονός ότι η Εκκλησία άσκησε κριτική στην πολιτική ηγεσία του τόπου, διαχρονικά, για τη χρεοκοπία, και, δεύτερον, ότι κάποιοι διαπίστωσαν, αίφνης, πως… έχει φωνή. Διότι, δεν είναι δυνατόν να εξεμάνη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος για τα περί «δύναμης κατοχής». Αυτά τα λέει και η κουτσή Μαρία.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός δεν είχε άλλωστε επισημάνει, προ έτους, ότι «η χώρα έχει απολέσει την εθνική ανεξαρτησία της»; Ο κ. Παπανδρέου δεν είχε πει ότι «η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου»; Τι είναι χειρότερο;
Μήπως το ίδιο δεν επισημαίνουν πολιτικά κόμματα, παραγωγικές τάξεις, ακόμα κι οι απλοί πολίτες; Το ότι η χώρα τελεί υπό κατοχή είναι πανθομολογούμενο και απολύτως ακριβές.
Αποδεικνύεται καθημερινά. Η Κυβέρνηση Παπανδρέου κυβερνά επί τη βάσει του Μνημονίου που έχει υπογράψει και λαμβάνει αποφάσεις κατόπιν διαβουλεύσεων με τους δανειστές της. Μπορεί να ακούγεται λογικό να πράττουμε όσα μας ζητούν εκείνοι που μας δανείζουν και μας κρατούν τεχνητά στη ζωή, αυτό, όμως, δεν αποτελεί, πολύ συχνά, δική μας επιλογή αλλά έξωθεν επιβολή.
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι το αυτονόητο -έως κοινότοπο- που επισημαίνει η Εκκλησία. Το ζήτημα -που εμμέσως αλλά σαφώς θέτει η κυβέρνηση και τα αριστερά αντανακλαστικά ορισμένων- είναι εάν η Εκκλησία «δικαιούται… διά να ομιλεί».
Κυβερνητικοί κύκλοι ισχυρίζονται πως δεν δικαιούται. Και αναφέρουν ως επιχείρημα το γεγονός πως οι ιερείς μισθοδοτούνται από το Δημόσιο. Ητοι, υπονοούν, πως αφ’ ης στιγμής η Εκκλησία αποτελεί φορέα του Δημοσίου, δεν μπορεί να αντιτίθεται σε εκείνους που τη χρηματοδοτούν. (Ουδείς μας εξηγεί, ωστόσο, γιατί καμία Κυβέρνηση δεν βρήκε μέχρι τώρα το πολιτικό θάρρος να προχωρήσει στο {σωστό} διαχωρισμό; Εάν κάτι τέτοιο συμβεί, τότε θα δικαιούται η Εκκλησία να ομιλεί;).
Ενδιαφέρουσα η άποψη της Κυβέρνησης. Συμπεριλαμβάνει, όμως, και τους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι, αν και πληρώνονται από τον κρατικό κορβανά, εκφέρουν συχνά-πυκνά την άποψή τους για τις εξελίξεις και το ρόλο της πολιτικής ηγεσίας; Συμπεριλαμβάνει και τους στρατιωτικούς που πράττουν το ίδιο; Προφανώς όχι. Διότι εκείνο το οποίο ανησυχεί την Κυβέρνηση είναι η πειθώς της Εκκλησίας. Και, κυρίως, το γεγονός πως όσα λέει εκφράζουν σχεδόν απόλυτα το κοινό αίσθημα.
Ποιος θα έδινε αξία σε μία ανακοίνωση της Ιεραρχίας εάν δεν εκπροσωπούσε όσα σκέπτεται και πιστεύει, τούτη την ώρα, η ίδια η κοινωνία -είτε εκείνο το τμήμα της που εκκλησιάζεται και πιστεύει, είτε το άλλο το οποίο δεν έχει ενεργό σχέση με τη θρησκεία; Αυτό είναι, λοιπόν, που φοβίζει.
Η αντίδραση έχει ως στόχο να περιορισθεί και να περιχαρακωθεί κάθε φωνή που εκφεύγει από τη (σχεδόν μεταφυσική) πεπατημένη του μνημονιακού «αναγκαίου κακού», από την αντίληψη πως όσα μας ζητούν οι τροϊκανοί έπρεπε ούτως ή άλλως να τα είχαμε κάνει μόνοι μας.
Ακόμα, ωστόσο, κι αν αυτό διαθέτει δόσεις λογικής και αλήθειας, ποιος αποφασίζει εάν πρέπει ή όχι να ειπωθούν κι άλλες απόψεις; Κυρίως, όμως, ποιος αποφασίζει να συγκαλύψει τις τεράστιες (εγκληματικές) ευθύνες εκείνων που έφεραν τα πράγματα έως εδώ.
Διότι, εάν, για παράδειγμα, είχαν αποδοθεί αυτές οι ευθύνες, η κριτική της ανακοίνωσης της Εκκλησίας θα ήταν μετέωρη και, ως εκ τούτου, οι θέσεις της αδύναμες και ατελείς. Οσο, όμως, το πολιτικό σύστημα δεν ψιθυρίζει, έστω, λόγια αυτοκριτικής και δεν (αυτο)τιμωρείται, τότε κάθε άλλη άποψη έχει νόημα.
Και, για να τελειώνουμε, σημασία έχουν οι λέξεις και τα νοήματα. Το σημαίνον…

http://www.statesmen.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.