Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΝΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ


του Περικλή Νεάρχου * 
Η ακολουθούμενη σήμερα πολιτική στο Κυπριακό, θυμίζει από ορισμένες απόψεις το γνωστό έργο του μεγάλου λατινοαμερικανού συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου». Οι διαγραφόμενοι κίνδυνοι είναι περισσότερο από προφανείς. Αντί όμως η ελληνική πλευρά να διαπιστώσει το ατελέσφορο και επικίνδυνο της ακολουθούμενης πολιτικής και να αναδιπλωθεί ευσχήμως, διατηρώντας τις θέσεις της και αναζητώντας ευνοϊκότερο διπλωματικό πεδίο, συνεχίζει πεισματικά την ίδια πορεία. Αυτοεγκλωβίζεται σε μια διαδικασία που χειραγωγείται από τους γνωστούς αρχιτέκτονες του Σχεδίου Ανάν, οι οποίοι δεν είναι μυστικό ότι μεθοδεύουν νέα άτυπη επιδιαιτησία του ΟΗΕ, και νέο Σχέδιο Μπαν Κι Μουν, στο ίδιο πνεύμα.
Η συνάντηση του κ. Μπαν Κι Μουν με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια και τον τουρκοκύπριο ηγέτη Ντερβίς Έρογλου, στις 18 Νοεμβρίου στη Νέα Υόρκη, όπως και η σχετική έκθεση του Γραμματέα προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, εντάσσονται στο πλαίσιο των μεθοδεύσεων αυτών. Με δεδομένη την πλήρη τουρκική αδιαλλαξία, η «τριμερής» συνάντηση δεν άφηνε κανένα περιθώριο εκπλήξεων.
Εξυπηρέτησε όμως, κατά πρώτο λόγο, τη σκοπιμότητα της Άγκυρας, να αποφύγει την εμπλοκή του Κυπριακού στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου και να εμφανισθεί ως δήθεν επισπεύδουσα για λύση. Έδωσε, κατά δεύτερο λόγο, την ευκαιρία στον Γ.Γ. του ΟΗΕ και στους γνωστούς υποβολείς του να κάνουν ένα βήμα παραπέρα στην παρουσίαση των δύο ηγετών ως «ισοτίμων», συγχέοντας σκοπίμως κρατική υπόσταση και κοινοτική ιδιότητα, και να δρομολογήσουν χρονοδιάγραμμα εντατικοποιημένων συνομιλιών, που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο νέας άτυπης επιδιαιτησίας του κ. Μπαν Κι Μουν.
Συγκεκριμένα, συμφωνήθηκε στη Νέα Υόρκη:
α) Να γίνει νέα συνάντηση των τριών στη Γενεύη στις 29 Ιανουαρίου.
β) Οι δύο ηγέτες να παρουσιάσουν «πρακτικό σχέδιο» για τη σύγκλιση των θέσεών τους και την υπέρβαση των διαφορών που υπάρχουν ακόμη στα κύρια θέματα και εμποδίζουν την κατάληξη σε συνολική συμφωνία.
γ) Ο Γ.Γ. του ΟΗΕ να ετοιμάσει εκτάκτως τον Φεβρουάριο νέα έκθεση για την πρόοδο των συνομιλιών προς το Συμβούλιο Ασφαλείας.
δ) Να γίνει νέα συνάντηση των τριών τον Μάρτιο, με στόχο την επίτευξη τελικής συμφωνίας και την παραπομπή της σε δημοψηφίσματα τον Ιούνιο, μετά τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου στην Κύπρο και την Τουρκία.
Στην έκθεσή του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, αμέσως μετά την «τριμερή» συνάντηση, ο κ. Μπαν Κι Μουν έδειξε σαφώς πώς αντιμετωπίζει το Κυπριακό και πώς προτίθεται να ασκήσει τη λεγόμενη «προσφορά καλών υπηρεσιών» που του έχει ανατεθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας για την προώθηση λύσης στο Κυπριακό.
Συγκεκριμένα, στην έκθεσή του ο Γ.Γ. του ΟΗΕ:
α) Διέπραξε, καθόλου τυχαία, το διπλωματικό ατόπημα της αναφοράς σε εκλογές «στον Νότο», παραγνωρίζοντας ότι ο «Νότος» στον οποίο αναφέρεται είναι η νόμιμη Κυπριακή Δημοκρατία.
β) Απέφυγε να αναφερθεί στη δεδομένη τουρκική αδιαλλαξία για να ασκήσει οποιαδήποτε πίεση και έκανε γενική έκκληση στους δύο ηγέτες να καταβάλουν αυξημένες προσπάθειες για την επίτευξη συμφωνίας, επιμερίζοντας ισοτίμως τις ευθύνες στις δύο πλευρές.
γ) Υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα, άσκησε κριτική στα κόμματα και στον Τύπο ότι δεν υποβοηθούν τις συνομιλίες και ζήτησε από τους δύο ηγέτες να προετοιμάσουν τις κοινότητές τους για να δεχθούν τη διαπραγματευόμενη λύση.
δ) Υπέβαλε την ιδέα στο Συμβούλιο Ασφαλείας για την άσκηση πιέσεων στην ελληνική πλευρά, με τη συγκεκαλυμμένη απειλή του τερματισμού της προσφοράς καλών υπηρεσιών από μέρους του, της τροποποιήσεως των όρων εντολής της Ειρηνευτικής Δυνάμεως του ΟΗΕ στην Κύπρο (UNFICYP), αν όχι του τερματισμού της αποστολής της, και της τροποποιήσεως βασικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, που αναφέρονται στη διεθνή αναγνώριση της ενιαίας Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως το ψήφισμα 186 του 1964 και τα ψηφίσματα 541 και 550 του 1983 και του 1984. Τα τελευταία αναφέρονται στην καταδίκη της ανακηρύξεως του «ψευδοκράτους».
Το πρόσφατο ψήφισμα για την ανανέωση της θητείας της UNFICYP χρησιμοποιήθηκε, ως συνήθως, ως όχημα για την προώθηση των παραπάνω στόχων και ειδικότερα για την αλλαγή των όρων εντολής της UNFICYP. Η προσπάθεια όμως αυτή απέτυχε για μια ακόμη φορά, λόγω της στάσεως των φιλικών προς την Κύπρο μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας (Ρωσίας, Γαλλίας, Κίνας).
Τα όσα συμφωνήθηκαν στη Νέα Υόρκη και τα όσα περιλαμβάνονται στην έκθεση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ δείχνουν σαφώς ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένα νέο σχέδιο διπλωματικού εγκλωβισμού και εκβιασμού της ελληνικής πλευράς με το δίλημμα είτε να δεχθεί μια καταστροφική λύση είτε να επιρριφθεί επιτηδείως σ' αυτήν η ευθύνη για τη μη λύση. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν ευκολότερη η αποενοχοποίηση της Τουρκίας και η παράκαμψη του Κυπριακού στην ενταξιακή της πορεία. Θα υπήρχε επίσης προσφορότερο διπλωματικό κλίμα για την προώθηση πολιτικής ντε φάκτο λύσεως, με συνεχή μικρά βήματα προς την αναβάθμιση του «ψευδοκράτους», με επίκληση της «συμφωνημένης» διζωνικής διαρθρώσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και την προπαγάνδα ότι η αναγνώριση, σε «ισότιμη βάση», μιας τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας είναι απαραίτητος όρος για την «επανένωση» της Κύπρου. Αυτή είναι άλλωστε η λογική που προωθείται μέσα από τον λεγόμενο κανονισμό του απευθείας εμπορίου, τον οποίο δεν εγκαταλείπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ακόμη και μετά τη γνωμάτευση της Υπηρεσίας Νομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι απαιτείται για την εφαρμογή του ομοφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο 10 της Συνθήκης Προσχωρήσεως της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι υποστηρικτές της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ. επείγονται για «λύση» στο Κυπριακό. Και θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμισθεί επίσης ότι, στη σημερινή συγκυρία, οι χώρες που υποστηρίζουν την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ έχουν δραστηριοποιηθεί ιδιαίτερα. Εκτιμούν ότι αν δεν υπάρξει γρήγορα μια καταλυτική εξέλιξη προς αυτήν την κατεύθυνση, ενδέχεται να χαθεί η Τουρκία για την Ευρώπη και τη Δύση, ακολουθώντας τον δικό της ανεξάρτητο δρόμο περιφερειακής δυνάμεως, σε στενότερη προσέγγιση με τον μουσουλμανικό κόσμο.
Από την άποψη αυτή είναι ενδεικτικό το κοινό άρθρο των υπουργών Εξωτερικών της Αγγλίας, της Ιταλίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας, που δημοσιεύτηκε στους «Τάιμς» της Νέας Υόρκης την παραμονή του πρόσφατου Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ. Οι τέσσερις υπουργοί επαναβεβαίωσαν σ' αυτό την υποστήριξή τους στην ένταξη της Τουρκίας και κάλεσαν τους ομολόγους τους στην ΕΕ να κάνουν προς την κατεύθυνση αυτή καθετί το δυνατό ώστε «να μην είναι η ΕΕ που θα στρέψει την πλάτη της στην Τουρκία»!
Με τη λογική αυτή, αποδίδουν μεγάλη σημασία και στην «επίλυση» του Κυπριακού, που θα ήρε ένα σημαντικό εμπόδιο από τον ευρωπαϊκό δρόμο της Τουρκίας και θα μετέτρεπε το Κυπριακό από εμπόδιο σε διπλωματικό χαρτί υπέρ της εντάξεώς της. Εφόσον όμως η Τουρκία παραμένει πλήρως αδιάλλακτη και δεν προβαίνει ούτε στις ελάχιστες αναγκαίες παραχωρήσεις για την επίτευξη συμφωνίας, είναι έτοιμες να δείξουν πάλι κατανόηση και να δεχθούν ως δεύτερη γραμμή την αποενοχοποίηση της Τουρκίας και την αποσύνδεση της εντάξεώς της από το Κυπριακό.
Υπάρχουν με τα δεδομένα αυτά προοπτικές για αποδεκτή λύση; Τι σημαίνουν οι δηλώσεις για «πρόοδο» στο κεφάλαιο της οικονομίας; Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, είναι βάσιμος ο φόβος ότι ο εγκλωβισμός σε μια διαδικασία χρονοδιαγράμματος εντατικοποιημένων συνομιλιών, με επικρεμάμενη την άτυπη επιδιαιτησία Μπαν Κι Μουν, δεν προοιωνίζεται τίποτε καλό για την ελληνική πλευρά.
Ενδεικτική είναι η ανακοίνωση «προόδου» στο κεφάλαιο της οικονομίας από τον πολυπράγμονα Ντάουνερ, ειδικό σύμβουλο για το Κυπριακό του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ. Γιατί, πρώτα απ' όλα, έγινε πάλι επιστροφή στο υποτιθέμενο «εύκολο» κεφάλαιο της οικονομίας από το δύσκολο των περιουσιών; Σε τι συνίσταται ακριβώς, κατά δεύτερο λόγο, η νέα «πρόοδος»;
Για να εκτιμήσει κανείς τα συγκεκριμένα δεδομένα σ' αυτό το κεφάλαιο, είναι αναγκαίο να δούμε επιγραμματικά ποιες ήταν μέχρι προσφάτως οι διεκδικήσεις και οι θέσεις της τουρκικής πλευράς, όπως αναφέρονται στα έγγραφα που διέρρευσαν από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του ειδικού συμβούλου Ντάουνερ και δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο «Σημαδεμένη τράπουλα» των Α. Αιμιλιανίδη, Μ. Κοντού και Γ. Κέντα.
Η τουρκική πλευρά προβάλλει συνομοσπονδιακές θέσεις και στην οικονομία
Γενικά, η τουρκική πλευρά:
• Επιμένει ανυποχώρητα σε όλες τις σχετικές πρόνοιες του Σχεδίου
Ανάν.
• Διεκδικεί συστηματικά μακρές και σε ορισμένες περιπτώσεις απροσδιορίστου διάρκειας μεταβατικές περιόδους και παρεκκλίσεις από το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
• Διεκδικεί ανεξάρτητη απευθείας διαπραγμάτευση με την ΕΕ για την εφαρμογή στα κατεχόμενα του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
• Διεκδικεί «ισότιμο» ρόλο και θεσμικά ομοσπονδιακά όργανα και ζητά θεσμική διάκριση υπέρ της τουρκικής πλευράς στην κατανομή των ομοσπονδιακών κονδυλίων, διεκδικώντας όμως ταυτόχρονα την αυτόνομη διαχείρισή τους.
Ειδικότερα:
α) Ζητά την ύπαρξη κοντά στο ευρώ της τουρκικής λίρας κατά τη μεταβατική περίοδο. Την παράλληλη δηλαδή κυκλοφορία δύο νομισμάτων. Το αίτημα αυτό θέτει αμέσως το θέμα της τιμής στην οποία θα ανταλλάσσεται η τουρκική λίρα. Θέτει επίσης το θέμα της λειτουργίας του τουρκοκυπριακού τραπεζικού συστήματος, το οποίο, στο μεγαλύτερο μέρος του, αντιμετωπίζει τεράστια ελλείμματα που προσεγγίζουν τη χρεοκοπία.
β) Ζητά να έχει την ευθύνη της εφαρμογής στα κατεχόμενα του ευρωπαϊκού κεκτημένου και της εναρμονίσεως της τουρκοκυπριακής οικονομίας μ' αυτό, με διαδικασία διαπραγματεύσεων, κεφάλαιο με κεφάλαιο, με την ΕΕ, όπως απαιτείται για τις υπό ένταξη χώρες. Ζητά επίσης γι' αυτό τετραετή μεταβατική περίοδο.
γ) Ζητά να παραχωρηθεί αμέσως σε όλους του τούρκους υπηκόους ειδική προνομιακή σχέση ελευθερίας κινήσεως και εγκαταστάσεως, για λόγους δήθεν ισορροπίας με το αντίστοιχο δικαίωμα των ελλήνων υπηκόων, που είναι πολίτες της ΕΕ.
δ) Ζητά το αποθεματικό της Κεντρικής Τράπεζας, που είναι ο συσσωρευμένος πλούτος του Ελληνισμού της Κύπρου, να ανήκει «ισοτίμως» στις δύο συνιστώσες πολιτείες. Ανάλογες αξιώσεις διατυπώνονται επίσης σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της Κεντρικής Τράπεζας, στο πνεύμα της «ισότιμης» μοιρασιάς.
ε) Απορρίπτει κάθε ιδέα ανεξάρτητης αξιολογήσεως των τουρκοκυπριακών τραπεζών και επιμένει σε δική της αυτόνομη αξιολόγηση.
στ) Ζητά να επωμισθεί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, δηλαδή κατά συντριπτική πλειοψηφία η ελληνική πλευρά, το μεγαλύτερο κόστος των αποζημιώσεων των ελληνοκυπριακών περιουσιών που δεν θα επιστραφούν, και γενικά το λεγόμενο «κόστος της λύσεως».
Εάν διαβάσει κανείς πολιτικά σε βάθος τις τουρκικές αξιώσεις, θα διαπιστώσει ότι η λογική που τις διέπει είναι αυτή της συνομοσπονδίας δύο κρατών, όπως και στα άλλα κεφάλαια. Εάν επίσης συνδυάσει τις τουρκικές αξιώσεις στο κεφάλαιο της οικονομίας με τις αξιώσεις σε όλα τα άλλα κεφάλαια για «ισότιμη» συμμετοχή και για δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) σε όλα τα επίπεδα, θα αντιληφθεί πλήρως τι σημαίνουν οι προτάσεις της τουρκικής πλευράς και τι μέλλον θα επεφύλασσαν στον Κυπριακό Ελληνισμό, που αντιπροσωπεύει πάνω από το 90% της κυπριακής οικονομίας, εάν γίνονταν αποδεκτές.
Η Κύπρος, μέσα από ένα θεσμοθετημένο σύστημα μιας δήθεν «λύσεως», δεν θα υποτασσόταν μόνο, πολιτικά και οικονομικά, στον μόνιμο εκβιασμό και έλεγχο της μειοψηφίας, αλλά μέσω αυτής και στην Άγκυρα, εφόσον οι έποικοι ήδη πλειοψηφούν στα κατεχόμενα και σε κάθε περίπτωση η τουρκοκυπριακή πλευρά ελέγχεται από την Άγκυρα.
Ποια είναι λοιπόν η «πρόοδος» που επετεύχθη στο κεφάλαιο της οικονομίας, ώστε αυτή να μην αποτελεί φενάκη επικοινωνίας και να συνιστά πραγματικά στοιχείο αισιοδοξίας για ενδεχόμενη αλλαγή στην άκαμπτη μέχρι τώρα τουρκική στάση; Θα ήταν αδιανόητο η νέα αναγγελλόμενη «πρόοδος» να αποτελεί κυρίως και αυτή μία ακόμη υποχώρηση της ελληνικής πλευράς, που έχει ήδη υπερβεί κάθε έννοια διαπραγματευτικής κόκκινης γραμμής.
Η ανησυχία αυτή εμπνέεται αφενός από το γεγονός ότι αφήνεται η διπλωματική πρωτοβουλία στους αρχιτέκτονες του Σχεδίου Ανάν, που απεργάζονται παρόμοια σχέδια κατά της Κύπρου με παρόμοιες μεθόδους, αφετέρου από το γεγονός ότι εντείνεται στο εσωτερικό μέτωπο μια περίεργη εκστρατεία εναντίον εκείνων «που δεν θέλουν λύση»!
Δεν φταίει λοιπόν η τουρκική αδιαλλαξία για το αδιέξοδο και φταίνε όσοι αντιτίθενται σε «λύση», που θα ήταν χειρότερη ακόμη και από τη σημερινή κατάσταση; Πράγματι, η εκστρατεία αυτή είναι πηγή ανησυχίας και δεν είναι άσχετη με την ακολουθούμενη πολιτική της αποδοχής χρονοδιαγραμμάτων και διαδοχικών υποχωρήσεων σε κεφαλαιώδη ζητήματα, που υποθηκεύουν σε επίπεδο βασικών αρχών τις προοπτικές μιας αποδεκτής λύσεως.
Η υπογραφή συμφωνίας για την αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ, είναι επιτέλους ένα καλό νέο, που δείχνει πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα εάν εφαρμοζόταν μια άλλη στρατηγική κατά της τουρκικής κατοχής, που δεν θα κρυβόταν πίσω από τη δήθεν διακοινοτική διαμάχη μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Η υπογραφή της συμφωνίας αυτής αποτελεί αναμφισβήτητη επιτυχία και ενισχύει σημαντικά τη θέση της Κύπρου. Παρόμοιες συμφωνίες έχουν υπογραφεί με την Αίγυπτο και τον Λίβανο. Η Τουρκία ασκεί πιέσεις στις χώρες αυτές για να τις παγώσουν. Και οι δύο όμως αυτές χώρες, και κατά πρώτο λόγο η Αίγυπτος, έχουν μεγάλο δικό τους συμφέρον να τις εφαρμόσουν και να εκμεταλλευθούν τους ενεργειακούς πόρους της δικής τους ΑΟΖ.
Η Κύπρος δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να στείλει διφορούμενα σήματα ως προς τη θέλησή της, την αποφασιστικότητά της και την πολιτική της να προχωρήσει αμέσως στην άσκηση των δικαιωμάτων της, απορρίπτοντας τις αυθαίρετες τουρκικές αξιώσεις, υπερασπιζόμενη διεθνώς τα δικαιώματά της και αποφεύγοντας να διασυνδέσει το θέμα με την «επίλυση» του Κυπριακού, όπως αξιώνει η τουρκική πλευρά.
Αντιθέτως, η επιτυχία αυτή πρέπει να γίνει παράδειγμα των δυνατοτήτων που έχει η Κύπρος, ως χώρα μέλος της ΕΕ και ως χώρα κατέχουσα μια άκρως σημαντική στρατηγική θέση, για την υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων της και των αρχών πάνω στις οποίες ανυποχώρητα πρέπει να βασισθεί μια δίκαιη, αποδεκτή λύση για όλους τους νόμιμους κατοίκους της Κύπρου
* Πρέσβυς ε.τ.
ΠΗΓΗ: ''ΠΑΡΟΝ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.