Του Γιώργου Γιούλου*
Ο Πρόεδρος Obama ανακοίνωσε την Τρίτη 31/8/2010 το τέλος της στρατιωτικής επιχειρησιακής εμπλοκής των Η.Π.Α. στο Ιράκ, τονίζοντας ότι τα αμερικανικά στρατεύματα ολοκλήρωσαν το καθήκον τους και απομένει πια στους ίδιους τους Ιρακινούς – και στους 50000 αμερικανούς που θα μείνουν να τους βοηθήσουν – να οδηγήσουν τη χώρα τους στο δρόμο της ειρήνης και της προόδου.
Οι ερωτήσεις που μένουν αναπάντητες από αυτή την πολιτική πρωτοβουλία είναι πολλές και δύσκολες. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποιο θα είναι το μέλλον του νεοσύστατου (επί της ουσίας) κράτους και ποια η θέση του στον παγκόσμιο σύστημα. Κανείς, επίσης, δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να κάνει μια ουσιαστική αποτίμηση της εφτάχρονης πολεμικής επέμβασης στο πολιτικό, στο διεθνές και στο οικονομικό επίπεδο τόσο για τις εμπλεκόμενες χώρες όσο και για το παγκόσμιο σύστημα γενικότερα.
Είναι σαφές όμως, ότι η αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών μονάδων από το έδαφος του Ιράκ συνδέεται με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η αμερικανική κυβέρνηση στον τομέα της οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα η αμερικανική κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει το τεράστιο έλλειμμα στον προϋπολογισμό της (περίπου 1,3 τρις) και ταυτόχρονα να χρηματοδοτήσει μια σειρά δράσεις για την στήριξη της οικονομίας και για τη δημιουργία του συστήματος ασφάλισης.
Αποτυπώνεται έτσι με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο η άποψη ότι η κρατική οικονομική ευρωστία αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα για την δημιουργία της στρατιωτικής ισχύος. Αυτή δεν είναι κάποια καινούρια ιδέα αλλά στην εποχή μας αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς από την μια μεριά η παγκόσμια οικονομία ακολουθεί ρυθμούς ύφεσης και από την άλλη οι περιφερειακές πολεμικές εστίες παραμένουν αναμμένες.
Η στρατηγική συνέπεια της παραπάνω διαπίστωσης είναι ότι ακόμη και μικρές στρατιωτικά δυνάμεις μπορούν να παγιδεύσουν άλλες, ισχυρότερες, (χωρών ή/και συμμαχιών) σε πολεμικές επιχειρήσεις χωρίς λύση, όταν οι τελευταίες δεν διαθέτουν ως βάση υποστήριξης μια πολύ ισχυρή κρατική οικονομία.
Έτσι, βλέπουμε ότι δύο μικρού ή μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν δεν οδηγούνται σε λύση καθώς οι συμμαχίες που προσπαθούν να τις επιβάλλουν δεν διαθέτουν τις ισχυρές κρατικές οικονομίες που απαιτεί ένας πόλεμος.
Αμφισβητείται λοιπόν στην πράξη η ηγεμονική στρατηγικά θέση της «Δύσης» ως του μοναδικού πόλου ισχύος μετά το τέλος του «ψυχρού πολέμου». Είναι προφανές ότι αυτή η αντίληψη στηρίχθηκε στη δυνατότητα των δυτικών οικονομιών να μεγεθύνουν – πλασματικά έστω - τις οικονομίες τους μέσα από τα πολύπλοκα και σύνθετα προϊόντα της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας.
Η οικονομική κρίση και η ύφεση που ακολουθεί διέλυσαν και την τελευταία προσπάθεια για εγκαθίδρυση μιας ηγεμονίας της δύσης – ρητορικής, ιδεολογικής και στρατιωτικής – και κατέρριψαν την αντίληψη ότι το παγκόσμιο σύστημα απαιτεί κάποιον πόλο ισχύος για να λειτουργήσει.
Παρατηρώντας σήμερα την εξέλιξη της πορείας των οικονομιών προς την ανάκαμψη και την ανάπτυξη περιμένουμε να δούμε πως θα διαμορφωθεί και το πλαίσιο ισορροπίας στο διεθνές σύστημα ισχύος. Ως τότε θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε απόψεις που αναζητούν τη νέα «αυτοκρατορία» κάπου στην ανατολή μιας και οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία είναι σήμερα ασυνεχείς, απότομες, ιδιαίτερα βίαιες και κυρίως απρόβλεπτες.
Σχετικό άρθρο μπορείτε να διαβάσετε εδώ
*O Γιώργος Γιούλος είναι Κοινωνιολόγος, με Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Υποψήφιος Διδάκτορας στην Οικονομική Θεωρία.
Εργάζεται στο Υπουργείο Εσωτερικών και είναι Γενικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας Συλλόγων του Υπουργείου Εσωτερικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.